Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

William Blake, Ουίλλιαμ Μπλέικ (1757-1827)






Άγγελοι με φυλούσανε κι εγὼ βαθιὰ κοιμόμουν. 
 Έξω, νύχτα σκοτεινή. 
 Μα ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω απὸ την κουρτίνα: 
 ένα όνειρο είχε μπεί......



Ο Ουίλλιαμ Μπλέικ ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους Ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ο αυθεντικότερος και πιο εκλεκτός από τους  ρομαντικούς  ποιητές και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Μπλέικ ζούσε τόσο πολύ μέσα στα οράματά του, ώστε αρνιόταν να σχεδιάσει εκ του φυσικού και βασιζόταν αποκλειστικά στην εσωτερική του ενόραση. Όπως οι καλλιτέχνες του Μεσαίωνα, ο Μπλέικ δεν ενδιαφερόταν για την ακρίβεια της παράστασης, γιατί η σημασία της κάθε μορφής των ονείρων του ήταν τόσο έντονη γι' αυτόν, ώστε το θέμα της απόλυτα σωστής απόδοσης δεν τον ενδιάφερε. Άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να δημοσιεύσει τα ποιήματά του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής. Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή.  Ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης μετά την Αναγέννηση που επαναστάτησε με τον συνειδητό αυτό τρόπο ενάντια στα καθιερωμένα κριτήρια της παράδοσης, και καταλαβαίνουμε γιατί οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν τόσο παράξενο. Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας για ν'αναγνωριστεί γενικά σαν μία από τις πιο σημαντικές μορφές της αγγλικής τέχνης. Είναι κοινή διαπίστωση των μελετητών του, πως η αξία του Μπλέικ δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός πως αποτέλεσε έναν αξιόλογο ρομαντικό ποιητή αλλά κυρίως στο ότι κατόρθωσε παράλληλα να δημιουργήσει και να απεικονίσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο προσωπικό μυθολογικό σύστημα.



“Παροιμίες της Κόλασης”


Η δεξαμενή περιέχει, η πηγή ξεχειλίζει.

Να σκέπτεσαι το πρωί. Να πράττεις το μεσημέρι. Να δειπνάς το βράδυ. Να κοιμάσαι τη Νύχτα.

Να περιμένεις δηλητήριο από το στάσιμο νερό.

Αυτός που δέχεται μ’ ευγνωμοσύνη έχει πλούσια σοδειά.

Η δημιουργία ενός μικρού λουλουδιού είναι μόχθος αιώνων.

Η Πλησμονή είναι Ομορφιά

Οι χαρές γκαστρώνουν. Οι λύπες γεννάνε.

Το πουλί τη φωλιά, η αράχνη τον ιστό, ο άνθρωπος τη φιλία

Μια σκέψη γεμίζει το αχανές

Πάντα λέγε λεύτερα τη γνώμη σου και ο τιποτένιος θα σε αποφεύγει.

Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες απ’ τ’ άλογα της διδαχής.

Η μηλιά ποτέ δε ρωτάει την οξιά πώς να μεγαλώσει∙ ούτε το λιοντάρι το άλογο πώς να πιάσει τη λεία του.

Η ψυχή της γλυκιάς χαράς ποτέ δε λερώνεται.

Ο ανόητος δεν βλέπει το ίδιο δέντρο με τον σοφό.

Αυτός που το πρόσωπό του δεν σκορπάει φως, ποτέ του δεν θα γίνει άστρο.

Η Αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τα έργα του χρόνου.

Τις ώρες της ανοησίας τις μετρά το ρολόι αλλά τις ώρες της σοφίας κανένα ρολόι δεν μπορεί να τις μετρήσει.


Οι  Παροιμίες, έρχονται σε αντίθεση με τις συμβατικές αντιλήψεις της εποχής, καθώς προτείνουν τη απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της θρησκευτικής και πολιτικής καταπίεσης.




                                                                      The ancient days



           The Great Red Dragon and the Woman Clothed with the Sun



Μια θεία εικόνα

H βαρβαρότητα έχει μια ανθρώπινη καρδιά
Ο φθόνος το σχήμα του ανθρώπινου προσώπου
Ο τρόμος είναι η θεία ανθρώπινη μορφή
 H μυστικότητα το ρούχο του ανθρώπου.

Το ανθρώπινο ρούχο είναι σίδερο χυτό
 H ανθρώπινη μορφή πύρινος καυστήρας 
Το ανθρώπινο πρόσωπο καμίνι σφαλιστό 
H ανθρώπινη καρδιά αχόρταγος κρατήρας.



                                                                        The fall of Satan


Η Τίγρη


Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα

δάση της νύκτας.

Ποιό αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε

την τρομερή σου συμμετρία;

Σε τι απύθμενα βάθη ή μακρινούς ουρανούς

έκαιγε η φωτιά των ματιών σου;

Σε τι φτερά ήθελε Εκείνος να πετάξει;

Ποιό χέρι τόλμησε να πιάσει τη φωτιά σου;

Ποιό το στέρνο και ποια η τέχνη

ν’ ανοίξει θα μπορούσε την ενέργεια της καρδιάς σου;

Κι όταν η καρδιά σου άρχισε να χτυπά,

ποιό φοβερό χέρι; και ποιό φοβερό πόδι;

Ποιό σφυρί, ποιά αλυσίδα,

Σε ποιό καμίνι ήταν το μυαλό σου;

Σε ποιό

θα τολμούσε να πνίξει τους θανάσιμους φόβους του;

Όταν τα άστρα έριχναν κάτω στη γη

τα φωτεινά τους ξίφη και έβρεχαν

τους ουρανούς με τα δάκρυά τους,

Χαμογελούσε Εκείνος, που έβλεπε το έργο του;

Εκείνος που έκανε το πρόβατο, έκανε κι εσένα;

Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα δάση της νύκτας

Ποιό αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε

την τρομερή σου συμμετρία!



                                                               Elohim creating Adam



                                                             The Night of Enitharmon's Joy           


      A Dream 

Once a dream did weave a shade
O'er my angel-guarded bed,
That an emmet lost its way
Where on grass methought I lay.

Troubled, wildered, and forlorn,
Dark, benighted, travel-worn,
Over many a tangle spray,
All heart-broke, I heard her say:

'Oh my children! do they cry,
Do they hear their father sigh?
Now they look abroad to see,
Now return and weep for me.'

Pitying, I dropped a tear:
But I saw a glow-worm near,
Who replied, 'What wailing wight
Calls the watchman of the night?

'I am set to light the ground,
While the beetle goes his round:
Follow now the beetle's hum;
Little wanderer, hie thee home!'
 

                
                                               When the morning stars sang together



                                                                       Isaac Newton



                                                                                 Pity



                                       The Angels Over The Body Of Christ



                                                                    The descent of Christ



Να δεις τον Κόσμο σε έναν κόκκο άμμου,
και τον Ουρανό σ’ ένα αγριολούλουδο,
να κρατήσεις το Άπειρο στην παλάμη σου
και την Αιωνιότητα σε μια ώρα.


"If the doors of perception were cleansed every thing would appear to man as it is, infinite ....''



Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Τσαρλς Μπουκόφσκι, Charles Bukowski (1920-1994)



"Οι σάλπιγγες αναγγέλλουν κρεμάλες, / κι ασήμαντα ανθρωπάκια εξαγγέλλουν / όσα δεν θα μπορέσουν να κάνουν ποτέ"



Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ

Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
Νιώθω σαν νά’ρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα νά’ναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.
Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.



ηλιοβασίλεμα

κανείς δε λυπάται που φεύγω
ούτε ακόμα κι εγώ
όμως θα πρέπει να υπάρξει κάποιος τροβαδούρος
ή τουλάχιστον ένα ποτήρι κρασί.

ενοχλεί πιστεύω τους νεώτερους κυρίως•
ένας μη βίαιος, αργός θάνατος,
κι όμως κάνει τον κάθε άνθρωπο να ονειρεύεται•
εύχεσαι να υπήρχε ένα παλιό καράβι
με πανιά άσπρα απ’ τ΄αλάτι
και η θάλασσα να σκορπά υπαινιγμούς αθανασίας.

θάλασσα στη μύτη
θάλασσα στα μαλλιά
θάλασσα στο μεδούλι, στα μάτια
και ναι, εκεί στο στήθος

θα μας λείψει άραγε
η αγάπη της γυναίκας, η μουσική, το φαγητό,
ή το χοροπήδημα του μεγάλου μειώδους αλόγου
να κλωτσά λάσπη και πεπρωμένα
ψηλά και μακριά
σε μια μόνο στιγμή
την ώρα της δύσης;

όμως τώρα είναι η σειρά μου
και δεν υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σ’αυτό
γιατί δεν υπήρχε τίποτα το μεγαλειώδες
πιο πριν

και σε κανένα μας, όπως τα σκουλήκια
που τα’χουν απομακρύνει απ’ το μήλο,
δεν του αξίζει καμιά αναστολή,

ο θάνατος εισέρχεται στο στόμα μου
και σα φίδι τυλίγεται στα δόντια μου
κι αναρωτιέμαι εάν με τρομάζει
ο σιωπηλός αλύπητος θάνατος
που μοιάζει με τριαντάφυλλο
που ξεραίνεται.




παρακαλώ

μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και τις
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια
που χάθηκαν για πάντα
να μπορούσαμε
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη
για μένα
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά
σκοτεινή και μοναχική
νύχτα.



Η Χαμογελαστή Καρδιά

η ζωή σου είναι η δικιά σου ζωή
μην την αφήνεις να ενωθεί σε μια υγρή υποταγή.

να παραφυλάς.

υπάρχουν έξοδοι.

υπάρχει ένα φως κάπου.
μπορεί να μην είναι πολύ φωτεινό αλλά
διώχνει το σκοτάδι.

να παραφυλάς.

οι θεοί θα σου προσφέρουν ευκαιρίες.
να τις μάθεις. 
να τις αρπάξεις.

δεν μπορείς να νικήσεις το θάνατο αλλά
μπορείς να νικήσεις το θάνατο στη ζωή, μερικές φορές.

και όσο πιο συχνά μάθεις να το κάνεις,
τόσο περισσότερο φως θα υπάρχει.

η ζωή σου είναι η δικιά σου ζωή
μάθε τήν όσο την έχεις.

είσαι υπέροχος
οι θεοί περιμένουν να πάρουν μεγάλη ευχαρίστηση
από εσένα.




Ο Χένρι Τσαρλς Μπουκόφσκι ,ήταν ένας Αμερικανός ποιητής και συγγραφέας, που έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες της Αμερικής. Έγραψε πάνω από 50 βιβλία, καθώς και πολλά μικρότερα κομμάτια, και έχει αναγνωριστεί ως πολύ σημαντικός για το είδος του, ενώ συχνά αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ποιητές ως μεγάλη επιρροή......περισσότερα...



πηγές : http://www.happyfew.gr/archives/news/news06.htm
http://www.poiein.gr/archives/6922/index.html
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=117256

Τέχνη & Ποίησις en-texnon.blogspot.com 

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941)



“Δεν έχω γνωρίσει, θα ‘θελα να το διακηρύξω, μορφή
πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του.”
(Οδυσσέας  Ελύτης για τον Γιώργο Σαραντάρη )


Ο Γιώργος Σαραντάρης υπήρξε ένας από τους πρώτους ανανεωτές έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου της γενιάς του ' 30 και ένας από τους πρώτους εισηγητές του υπαρξισμού στη χώρα μας. Ο φιλοσοφικός του στοχασμός κινήθηκε στα πλαίσια της αναζήτησης του απολύτου ενάντια στη φθορά της ανθρώπινης υπόστασης, εκφρασμένης μέσω της κατάργησης της παραδοσιακής ποιητικής φόρμας και γλωσσικής έκφρασης. Επιδράσεις δέχτηκε μεταξύ άλλων δέχτηκε από τη σκέψη των Ουνγκαρέττι, Νίτσε, Κίρκεγκωρ, Ντοστογιέφσκι, Σεστώφ και Μπερντιάγιεφ. Ο Γιώργος Σαραντάρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1912 ως το 1931 έζησε στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Από νεανική ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Μπολώνια και της Ματσεράτα, και πήρε διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ιταλία έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα στην ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940 στρατεύτηκε στην Αλβανία και αρρώστησε από κοιλιακό τύφο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1941. Το έργο του δεν συνάντησε ευρεία αποδοχή στην εποχή του, επηρέασε ωστόσο την ελληνική ποίηση βαθιά και ουσιαστικά. Η συμβολή του αναγνωρίστηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος επηρεάστηκε σαφώς από συμβολικές εικόνες που κυριαρχούν στο έργο του Σαραντάρη.



Άλλοτε η θάλασσα..
 
Άλλοτε ἡ θάλασσα μας είχε σηκώσει στα φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στον ύπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τα πουλιὰ στον αγέρα
Τις ημέρες κολυμπούσαμε μέσα στις φωνὲς και τα χρώματα
Τα βράδια ξαπλώναμε κάτω απ᾿ τα δέντρα και τα σύννεφα
Τις νύχτες ξυπνούσαμε για να τραγουδήσουμε
Ήταν τότε ο καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Και μονάχα ύστερα ησυχία
Αλλὰ εμείς πηγαίναμε χωρὶς να μας εμποδίζει κανεὶς
Να σκορπάμε και να παίρνουμε χαρὰ
Απὸ τους βράχους ως τα βουνὰ μας οδηγούσε ο Γαλαξίας
Και όταν έλειπε η θάλασσα ήταν κοντὰ ο Θεός.



Ψυχή

Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
περιπαίζεις την ύπαρξη
Οι αγάπες του χρόνου
συχνάζουν τα τοπία σου
τρέμεις στα φύλλα του είναι
γεμίζεις το σύμπαν
δεν ξέρεις φυγὴ
ποθείς ταξίδια
Στις πλάτες σου φτερουγίζει ο κόσμος
φώς σε λούζει ο ήλιος.




Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο...

«J'i cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire

Ήταν γυναίκα ήταν όνειρο ήτανε και τα δυὸ
Ο ύπνος μ᾿ εμπόδιζε να τη δώ στα μάτια
Αλλὰ της φιλοῦσα το στόμα την κράταγα
Σαν να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα
Μου ῾λεγε πὼς μ᾿ αγαπούσε αλλὰ δεν το άκουγα καθαρὰ
Μου ῾λεγε πὼς πονούσε να μη ζεί μαζί μου
Ήταν ωχρὴ και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της
Κάποτε απορούσα νιώθοντας την υγεία της σαν δική μου υγεία
Όταν χωρίζαμε ήτανε πάντοτε νύχτα
Τ᾿ αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της
έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της 
 Η καινούρια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει
Ήταν ήλιος ήταν πρωὶ όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη


Σελήνη

Από ένα θαύμα
Απὸ ένα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ο θυμός μου
Σελήνη αθρόα παρουσία
Ελένη η καμπύλη του κόσμου
M᾿ εβένινη σημασία
H πύλη ανοίγει στον ξένο
Στ᾿ αγέρι
T᾿ αλέτρι οργώνει τον κάμπο
Εκεί που δε βλέπει η καρδιὰ
Βελάζουν τ᾿ αστέρια στην κρύπτη


Πάλι...

Πάλι ο ουρανὸς ανοίγει εδώ την πύλη
Πάλι σηκώνει τη σημαία
Εμείς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τα μάτια τα πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Αστράφτει η πολιτεία αστράφτει ο νούς μας
Η φαντασία τους κήπους πλημμυράει
Είναι παιδιὰ που στέκονται στις βρύσες
Κορυδαλλοὶ στους όρθρους ακουμπάνε
Στις λεμονιὲς άγγελοι χορτάτοι
Είναι αηδόνια που παντού ξυπνάνε
Φλογέρες παίζουν έντομα βουίζουν
Είναι τραγούδια η στάχτη των νεκρών
Κι οι νεκροὶ κάπου αναγεννιούνται πάλι
Ολούθε μας μαζεύει ο Θεὸς
Έχουμε χέρια καθαρὰ και πάμε




Η καρδιά μας


Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει
στην ακρογιαλιά. Ποιὸς μαντεύει τη θάλασσα,
απ᾿ όπου βγαίνει η καρδιά μας; Αλλὰ είναι η
καρδιά μας ένα κύμα μυστικό, χωρὶς αφρό.
Βουβὰ πιάνει μία στεριά. Και αθόρυβα σκαλίζει
το ανάγλυφο ενὸς πόθου, που δεν ξέρει
απογοήτευση και αγνοεί την ησυχία.



Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Rogier van der Weyden (1400-1464)



Ο Rogier van der Weyden υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του Βορρά του 15ου αι. Δεν ξέρουμε πολλά γι' αυτόν, εκτός από το ότι στην εποχή του ήταν πολύ φημισμένος και ότι έζησε στη νότια Ολλανδία, όπου είχε εργαστεί και ο Βάν Άυκ ( Jan van Eyck ) αλλά και στη Ρώμη. Ένα από τα μεγαλύτερα έργα του είναι και η Αποκαθήλωση, ένας μεγάλος πίνακας για την Αγία Τράπεζα. Ο ντέρ Βέυντεν μπορούσε ν' αναπαραστήσει πιστά όλες τις λεπτομέρειες. Οι φιγούρες του είναι τοποθετημένες σ' ένα είδος θεατρικής σκηνής. Μεταφράζοντας τις βασικές θεωρίες της γοτθικής τέχνης στο νέο, φυσικότερο ύφος, ο ντέρ Βέυντεν ευεργέτησε την τέχνη του Βορρά. Κατάφερε να περισώσει σε μεγάλο βαθμό τη διαύγεια του παραδοσιακό σχεδίου, ύστερα από την ισχυρή επίδραση που άσκησαν οι καινοτομίες του Βαν Άυκ. Από το σημείο αυτό και πέρα, οι καλλιτέχνες του Βορρά προσπάθησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, να συμφιλιώσουν τις νέες απαιτήσεις της τέχνης με τον παλιό της θρησκευτικό της στόχο.

                                                                        Αποκαθήλωση


                                                                Mary Magdalene reading


                                                                       Miraflores altarpiece


                                                                      Christ on the cross


                                                                dream of Pope Sergius


                                                                        Virgin and Child


                                                                   portrait of a lady


                                                                            St. Ivo


                                                  St.Luke drawing the painting of Madonna


πηγές : http://www.artrenewal.org/pages/artist.php?artistid=642&page=1
http://www.rogiervanderweyden.be/en/
http://hoocher.com/Rogier_van_der_Weyden/Rogier_van_der_Weyden.htm
http://www.artbible.info/art/biography/rogier-van-der-weyden

Τέχνη & Ποίησις en-texnon.blogspot.com 

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Φερνάντο Πεσσόα, Fernando Pessoa (1888-1935)


 Η λογοτεχνία, όπως κάθε είδος τέχνης, είναι η ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί.


Ο Πεσσόα γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1888. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών και η μητέρα του έγινε το άπαν στη ζωή του. Το πρώτο γνωστό ποίημά του στην πορτογαλική, όταν ήταν επτά ετών, απευθυνόταν στη μητέρα του. Ο θάνατός της του προκάλεσε βαθύτατη λύπη, απ' την οποία ο Πεσσόα δεν συνήλθε ποτέ. Έκανε τις σπουδές του στην αγγλική, στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου έζησε για 10 χρόνια. Δεν πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο, παρόλο που είχε εγγραφεί στη Φιλολογία και στη Φιλοσοφική σχολή. Δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης και αντιπαθούσε τον πόλεμο. Πέρασε όλη του τη ζωή σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών ασχολούμενος με την εμπορική αλληλογραφία στην αγγλική και τη γαλλική. Παρ' όλη τη γνώση και των δύο γλωσσών είχε αδυναμία στη μητρική του γι' αυτό και τόνιζε κάθε φορά ότι ''πατρίδα μου είναι η πορτογαλική''. Οι στίχοι του Πεσσόα είναι γεμάτοι από δέντρα, λουλούδια, από τη Φύση σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν τύποις καθολικός, αλλά φανατικός πολέμιος του Βατικανού. Παρ' όλα αυτά μνημονεύει πολλές φορές τον Θεό, όχι όμως όπως τον βλέπει η εκκλησία, αλλά με τη ματιά του πανθεϊστή. Ήταν πολιτικοποιημένος, εκφράζοντας τις πεποιθήσεις του με ποιήματα ή πεζά. Χάρη στον Πεσσόα η Λισαβόνα μπήκε στην παγκόσμια λογοτεχνία κι έγινε πόλη-σύμβολο. Στις 29 Νοεμβρίου πεθαίνει από κίρρωση του ύπατος. 
Ο Πεσσόα έζησε όχι με ένα, αλλά με 72 πρόσωπα, τους ετερώνυμούς του. Το όνομα Πεσσόα στην πορτογαλική σημαίνει ''πρόσωπο''.

 Σχετικά με τους ετερώνυμους στην ποίηση του Πεσσόα :


Η ψυχή μου είναι μια μυστική ορχήστρα. Αγνοώ ποια όργανα παίζω και ποια στριγκλίζουν μέσα μου. Δεν με αναγνωρίζω παρά σαν μια συμφωνία.



ΠΛΑΓΙΑ ΒΡΟΧΗ (αποσπάσματα)

Μακριά, στο φεγγαρόφωτο,
Στο ποτάμι, μια βάρκα
Γαλήνια περνά.
Αυτό τι φανερώνει;

Δεν ξέρω, μα εγώ απομακρύνομαι
Από τον εαυτό μου,
Και ονειρεύομαι
Κάτι που δεν μπορώ να δω.

Ποια αγωνία με καταβροχθίζει;
Ποιος έρωτας κανέναν μας δεν εξηγεί;
Η βάρκα περνά
Κι η νύχτα μένει.



Ο αέρας φυσάει δυνατά
Να ησυχάσω δεν μπορώ
Νιώθω μέσα μου κάτι
Στο τέλος του να φτάνει.

Ίσως είναι αυτό που είναι στην ψυχή μου
Νομίζει τη ζωή αληθινή...
Ίσως είναι αυτό που την ψυχή μου ηρεμεί
Που την κάνει να αισθάνεται...

Φυσάει αέρας δυνατός.
Φοβάμαι να σκεφτώ.
Αν αφήσω ελεύθερη τη σκέψη μου,
Το μυστήριό μου θα ανυψωθεί.

Αέρα που περνάς και λησμονείς,
Στάχτη που σηκώνεσαι και πέφτεις...
Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που μέσα μου
Δεν ξέρω τι συμβαίνει!





















ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Πάρε με, αιώνια νύχτα, στα χέρια σου
Και πες με γιο σου.

Εγώ είμαι βασιλιάς
Που με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο των κόπων και των ονείρων.

Το σπαθί μου, βαρύ για χέρια άτονα,
Σε χέρια ήρεμα παρέδωσα κι αντρίκεια
Και την κορόνα και την εξουσία μου τα άφησα
Κομμάτια στον προθάλαμο.

Την πανοπλία μου, την τόσο άχρηστη,
Και τα σπιρούνια μου με τον ασήμαντο κουδουνισμό,
Στην κρύα σκάλα πέταξα.

Εγκατέλειψα το βασιλικό αξίωμα, ψυχή τε και σώματι.
Και γύρισα στην αρχαία, γαλήνια νύχτα
Όπως το τοπίο για να πεθάνει το ξημέρωμα.



Η ΜΟΥΜΙΑ (αποσπάσματα)

Κοιτάζω τη σιωπηλή λίμνη
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι.

Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ' αεράκι
Σαλεύει, μα δε με αγγίζει.
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι.

Οι ρυτίδες τρεμουλιάζουν, χαμογελούν
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτιάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;



Μ' αρέσει να ταξιδεύω, ν' αλλάζω χώρες
Να είμαι πάντα άλλος,
Ψυχή χωρίς ρίζες,
Να ζω έξω από αυτά που βλέπω.

Να μην ανήκω σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό μου.
Να πηγαίνω μπροστά, ξοπίσω να παίρνω
Την απουσία κάθε σκοπού.
Και την επιθυμία μου να τον πετύχω.

Αυτό είναι για μένα το ταξίδι.
Αλλά εκτός από το όνειρο για το ταξίδι
Τίποτα από μένα δεν υπάρχει σ' αυτό.
Όλα τα άλλα, γη είναι κι ουρανός.


















ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΩΔΗ (απόσπασμα απ' το ποίημα του ετερώνυμου Άλβαρο Ντε Κάμπος)

Θέλω να φύγω μαζί μας, θέλω να φύγω μαζί σας,
Με όλους εσάς μαζί,
Παντού όπου πηγαίνετε!
Τους κινδύνους σας θέλω μπροστά μου να βρω,
Στο πρόσωπό μου, τους ανέμους να νιώσω,
Αυτούς, που το δικό σας γέμισαν ρυτίδες,
Το αλάτι της θάλασσας, που τα χείλη σας φίλησε, να φιλήσω
Στη δουλειά σας το χέρι μου να βάλω,
Τις καταιγίδες σας να μοιραστώ,
Και σαν κι εσάς, σε πανέμορφα λιμάνια να φτάσω!
Τον πολιτισμό, όπως κι εσείς, πίσω μου να αφήσω!
Μαζί σας κάθε ίχνος ηθικής να χάσω!
Στ' ανοιχτά να νιώσω την ανθρωπιά μου ν' αλλάζει!
Τις θάλασσες του Νότου μαζί σας να πιω,
Άγρια πράγματα νέα, νέες της ψυχής επαναστάσεις,
Νέες φωτιές πυρηνικές στο ηφαιστειακό μου πνεύμα!
Να φύγω μαζί σας, ν' απογυμνωθώ-εμπρός, ουστ!-
Απ' τα πολιτισμένα ρούχα μου, τα ήθη τα χρηστά,
Τον έμφυτό μου φόβο για τις φυλακές,
Την ήσυχη ζωή μου,
Την καθιστική, τη στατική, την προσεγμένη, την κανονική!

Στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα,
Αχ!Στη θάλασσα, στον άνεμο, στα κύματα, τη ζωή μου
Να πετάξω!



35 ΣΟΝΕΤΑ (του ετερώνυμου Αλεξάντερ Σερτς)

Ι

Είτε γράφουμε είτε μιλάμε είτε απλώς κοιταζόμαστε
Πάντα απόντες είμαστε. Αυτό που είμαστε
Δε μεταγγίζεται σε λόγια ή σε βιβλίο.
Η ψυχή μας βρίσκεται στο άπειρο μακριά.
Όσο πολύ κι αν δίνουμε στη σκέψη μας τη θέληση
Να γίνει η ψυχή μας, να την κινήσει προς τα έξω,
Οι καρδιές μας είναι ακόμα αμέτοχες.
Του εαυτού μας γνώστες δεν είμαστε.
Από ψυχή σε ψυχή να γεφυρωθεί δε γίνεται η άβυσσος.
Με καμιά δεξιότητα του σκέπτεσθαι,
Με καμιά απάτη του φαίνεσθαι.
Στο βαθύτερο εγώ μας, είμαστε αγεφύρωτοι
Τη στιγμή που θα μπορούσαμε να εκστομίσουμε
Στη σκέψη μας την ύπαρξή μας.
Είμαστε τ' όνειρο του εαυτού μας, ψυχές που αντιφεγγίζουν,
Και ο καθένας για τον άλλο ονειρεύεται όνειρα άλλου.


VIII

Πόσες μάσκες και πόσες άλλες
Πάνω στο πρόσωπο της ψυχής μας φοράμε;
Άραγε, όταν γι' αστείο η ψυχή τη μάσκα θελήσει να βγάλει;
Ξέρει πως έτσι αφήνει το πρόσωπο γυμνό να φανεί;
Η μάσκα η πραγματική, δεν νιώθει τίποτα κάτω απ' τη μάσκα
Αλλά κοιτάζει μέσ' απ' αυτή με μάτια κρυμμένα.