Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Πωλ Ελυάρ, '' Έλληνα λαέ ''




ΑΘΗΝΑ

Έλληνε λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτά σου για την λευτεριά και την δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σε απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσαι όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου και η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας  βάζοντας τον δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και την ελπίδα όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δε βολεύεται
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ
Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του λαού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας και η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί και η λευτεριά

Η λευτεριά όμορφη με την ηλιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και απ' τους εχθρούς μας όλους

                                                              9 Δεκέμβρη 1944

πηγή : http://anasintaxi.awardspace.com/141.htm




Να ειπωθούν όλα

Το παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξεις
Και μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρρος
Ονειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μου
Εχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωτα
Τους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούς
Το χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώνα
Το κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώρια
Μαζί μ΄ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζει
Και κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζει
Την ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένο
Το πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο
Και το πλήθος πιο δυνατό απ΄ τη σκιά του την ακάθαρτη
Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ΄ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλων
Και το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότητα
Τον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα
Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη





Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Αύγουστος Ροντέν, Auguste Rodin (1840-1917)


Ο Αύγουστος Ροντέν υπήρξε ένας μεγάλος Γάλλος γλύπτης, ο οποίος επηρέασε με τα έργα του τη γλυπτική του 20ου αι. Γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε ένα ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ήδη από τα δώδεκά του χρόνια άρχισε να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα. Στα 14 του χρόνια εισήχθη στη σχολή École Impériale de Dessin, ενώ νωρίτερα είχε απορριφθεί και μάλιστα τρεις φορές από τη Σχολή Καλών Τεχνών, École des Beaux-Arts. Σιγά σιγά αρχίζει να ανακαλύπτει την προσωπική του κλίση στη γλυπτική επισκέπτοντας μουσεία και μελετώντας κλασικά γλυπτά.
Σε ηλικία 18 ετών αρχίζει να εργάζεται στο Παρίσι, το οποίο του προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες να δημιουργήσει, καθώς μεγάλα έργα και γλυπτά κατασκευάζονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε δημόσιους χώρους. Το 1864 γνωρίζει τη Ροζέ Μπερέ, τη μετέπειτα σύντροφό του και μοντέλο πολλών έργων του. Την ίδια χρονιά επιχειρεί να συμμετάσχει με το έργο του, Ο Άντρας Με Σπασμένη Μύτη, στο Σαλόν του Παρισιού, όμως απορρίπτεται, μέχρι και το 1875 που το έργο του τελικά θα γίνει δεκτό με διαφορετικό όμως όνομα, τ' όνομα  Πορτρέτο Ρωμαίου. 
Ταξιδεύει και στην Ιταλία και επηρεάζεται από το έργο του Μικελάντζελο. Την ίδια περίοδο επεξεργάζεται ένα έργο μεγάλων διαστάσεων, το οποίο ακολουθεί το πρότυπο των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών με σκοπό να το εκθέσει στο Σαλόν. Πράγματι το έργο με τ' όνομα Εποχή Του Μπρούντζου εκτίθεται το 1877, όμως οι κριτικοί αρνούνται να πιστέψουν ότι είναι έργο δικό του και τον κατηγορούν ότι χρησιμοποίησε ''καλούπι''. Το 1880 του ανατίθεται να διακοσμήσει την πύλη του Μουσείου Καλών Τεχνών. Εκείνος αρχίζει να επεξεργάζεται το έργο, Οι Πύλες της Κολάσεως, βασισμένο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Τελικά το σχέδιο για τη δημιουργία του μουσείου εγκαταλείπεται, όμως ο Ροντέν συνεχίζει να δουλεύει το έργο του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο γνωστός και δέχεται περισσότερες παραγγελίες. Παράλληλα γνωρίζει την Καμίλ Κλοντέλ, η οποία θα αποτελέσει τη σύντροφο, τη συνεργάτιδα, το μοντέλο του Ροντέν μέχρι και το 1898, οπότε και διακόπτεται η σχέση τους. Ο Ροντέν κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας ανέλαβε σημαντικές παραγγελίες όπως αυτή ενός έργου για τον Κλωντ Λωραίν και μία άλλη για τον Ουγκό. Το 1891 ανέλαβε τη δημιουργία μιας προτομής του Μπαλζάκ, η οποία παρουσιάστηκε δημόσια το 1898, όμως έτυχε αποδοκιμασίας απ' το κοινό.
Στις αρχές του 20ου αι. ο Ροντέν έχει ήδη αναγνωριστεί ως ένας απ' τους σημαντικότερους γλύπτες και στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού ένα τμήμα αφιερώνεται στα έργα του. Το 1908 μετακομίζει στο ξενοδοχείο Biron, κατοικία και άλλων γνωστών καλλιτεχνών, το οποίο αργότερα θα μετατραπεί σε Μουσείο Ροντέν. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του παντρεύεται τη Ροζέ Μπερέ και πεθαίνει στις 17 Νοεμβρίου του 1917 σε ηλικία 77 χρόνων.


                                                                         
                                                                             Δανάη


                                                                      Έρως και Ψυχή



                                                                                Σκέψη


                                                                              Το φιλί


                                                                         Ο αμαρτωλός

                                                                     άνδρας με σπασμένη μύτη


                                                                           Αδάμ και Εύα


                                                                 Ρωμαίος και Ιουλιέτα


                                                                        σκεπτόμενος


                                                              Οι Αστοί του Καλαί

(Το 1884, η πόλη του Καλαί αποφάσισε να τιμήσει τη μνήμη των έξι κατοίκων της, οι οποίοι, το 1346, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, δέχθηκαν εθελοντικά να θυσιάσουν τη ζωή τους για να σταματήσει η πολιορκία της από τον βασιλιά της Αγγλίας. Ο Εδουάρδος Γ΄ είχε ζητήσει να του παραδοθούν έξι επιφανείς πολίτες έτοιμοι να πεθάνουν, καθώς και το κλειδί της πόλης. Τελικά, η Γαλλίδα σύζυγος του βασιλιά τον έπεισε να τους χαρίσει τη ζωή. Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου του Καλαί απευθύνθηκαν στον Ροντέν για τη δημιουργία ενός μεγαλοπρεπούς ιστορικού μνημείου, αντάξιου της ανδρείας τους. Τελικά, το μνημείο εγκρίθηκε, χυτεύθηκε σε ορείχαλκο και το 1895 τοποθετήθηκε πάνω σε μαρμάρινο βάθρο και σε άλλο σημείο της πόλης. Το 1945, οι Αστοί του Καλαί μεταφέρθηκαν μπροστά στο δημαρχείο της πόλης και τοποθετήθηκαν σχεδόν στο επίπεδο του εδάφους, όπως είχε προτείνει ο Ροντέν).


 http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_18/03/2007_219596

Τέχνη & Ποίησις en-texnon.blogspot.com 

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Πωλ Ελυάρ (Paul Éluard)

Ο Πωλ Ελυάρ γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1895 και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1952. Ήταν Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού   και του υπερρεαλισμού. Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί. Στο διάστημα 1907-1911 γράφτηκε στη σχολή Κολμπέρ, ωστόσο σε ηλικία 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τη διακόψει. Για δύο χρόνια, παρέμεινε στο σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914, κατατάχτηκε στο στρατό. Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν ( André Breton) , Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε  έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Κατά τη διαρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.



ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατια αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζοντα
μερικοί άνθρωποι κουρελιαζουν την ελευθερία
οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις
είναι διχασμένες

Ολες οι πληγές μες στο φως
όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων
και η καρδιά μου που χτυπαει
καινούρια διαιώνιση των αρνησεων
οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους
θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου
το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει
ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντού




ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Μια καταιγίδα μία μόνο
από ορίζοντα σε ορίζοντα
κα πάνω σ΄ όλη τη γη
για να σκουπίσει τη σκόνη
τις μυριάδες τα ξερά φύλλα
για να απογυμνώσει όλα τα δέντρα
για να ερημώσει τις καλλιέργειες
για να καταρρίψει τα πουλιά
για να διασκορπίσει τα κύματα
να καθαρίσει τις αναθυμιάσεις
για να καταστρέψει την ισορροπία
του ήλιου του πιο ζεστού
διώχνοντας μάζες αδυναμίας
κόσμος που δεν ζυγίζει τίποτα
κόσμος αρχαίος που μ αγνοεί
ίσκιος ξετρελλαμένος
δεν θα είμαι πια ελέυθερος παρά μέσα στ άλλα χέρια .



Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Είναι όρθια πάνω στα ματόκλαδά μου
και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου
έχει το σχήμα των χεριών μου
έχει το χρώμα των ματιών μου
καταποντίζεται μες στον ίσκιο μου
όπως μια πέτρα στον ουρανό

Αυτή έχει πάντοτε τα μάτια ανοιχτά
και δεν μ αφήνει να κοιμηθώ
Τα όνειρά της πλημμυρισμένα φως
κάνουν να εξατμίζονται οι ήλιοι
με κάνει και γελάω , κλαίω και γελάω
μιλάω χωρίς να έχω τίποτα να πω

























                                                                                                               ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ (αποσπασματα)

Ι

Στην ψηλή φωνή
Ευκίνητα ο έρωτας άναβε
με τοσες ακτινοβολίες λαμπερές
που μες στη λειτουργία του εγκεφάλου
αρνιόταν όλες τις ομολογίες

Στην ψηλή φωνή
όλοι οι κόρακες του αίματος θα σκεπάσουν
την μνήμη άλλων γεννήσεων
έπειτα θα ξαναχύσουν μες στο φως
το μέλλον συνθλιμένο από φιλιά

Απίστευτη αδικία μι μόνη ύπαρξη είναι ο κόσμος
ο έρωτας διαλέγει τον έρωτα χωρίς να αλλάζει πρόσωπο

ΙΙ

Τα μάτια της είναι πύργοι φωτισμένοι
κάτω απ΄το γυμνό της μέτωπο

Στο διάφανο λουλούδι
οι γυρισμοί της σκέψης
ακυρωνουν τις λέξεις που είναι κούφιες

Αυτή διαλύει όλες τις εικόνες
θαμπώνει τον έρωτα και τους δύστροπους ίσκιους του
αυτή αγαπάει - αγαπάει να ξεχαστεί

ΙV

Σου λεγα για τα σύννεφα
σου λεγα για το δέντρο το θαλασσινό
για κάθε κύμα για τα πουλιά στη φυλλωσιά
για τα χαλίκια το θόρυβο
για τα οικογενειακα χέρια
για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
και ο ύπνος του γυρίζει το χρώμα τ ουρανού
για όλη τη νοτισμένη νύχτα
για τη σκισμή του δρόμου
για το ανοιχτό παράθυρο για ένα ξέσκεπο μέτωπο
σου λεγα για τις σκέψεις για τις λέξεις σου
παραχαιδεμένη όλη η εμπιστοσύνη ξαναζεί

V

Περισσότερα ήταν ένα φιλί
λιγότερο τα χέρια πάνω στα μάτια
το φωτοστεφανο του φωτός
τα χείλη του ορίζοντα
και οι ανεμοστρόβιλοι του αίματος
που παραδινόταν η σιωπή

VIII

Αγάπη μου για να φουντώσουν οι πόθοι μου
βάλε τα χείλη σου στον ουρανό τις λέξεις σου σαν αστρο
τα φιλιά σου μες στη νύχτα φλογερά
και σφίξε τα μπράτσα σου γύρω μου
όπως μια φλόγα στο σημείο που λμπαδιάζει
τα όνειρά μου είναι στον κόσμο
καθαρά και διαιωνισμένα

Κι όταν δεν έισαι δίπλα μου
ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι , ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι

XIV

Ο ύπνος έχει πάρει τ αποτύπωμά σου
και το χρώμα από τα μάτια σου

XV

Ακουμπάει πάνω μου
η καρδιά αγνοεί
που κοιτάζει πόσο την αγαπώ
αυτή έχει εμπιστοσύνη αυτή ξέχασε
τα σύννεφα κάτω από τα ματόκλαδά της
το κεφάλι της αποκοιμισμένο στα χέρια μου
που είμαστε εμείς
μαζί αχώριστοι
ζωντανοί , ζωντανοί
ζωντανός ζωντανή
και το κεφάλι μου κυλάει στα όνειρά της

ΧΧ

Την αυγή σ αγαπώ σε έιχα όλη νύχτα μες στις φλέβες
όλη τη νύχτα σε κοιτούσα
σε έιχα όλη ψηλαφίσει είμαι σίγουρος των σκοταδιών
αυτά μου δίνουν τη δύναμη
που σ αγκαλιάζω
που σε κουναω ποθώντας τη ζωη
στο στήθος μου τ ακίνητο
τη δύναμη που σε σηκώνω
που ελευθερώνεσαι που χάνεσαι
φλόγα αθέατη μες στην ημέρα

Αν εσύ φύγεις η πόρτα ανοίγει πάνω στη μέρα
αν εσύ φυγεις η πόρτα ανοίγει πάνω σε μένα

ΧΧΙ

Τα μάτια της ξαναχύνουν το φως
και το φως τη σιωπή
για να μην ξαναγνωριστούν
να ξαναζήσουν στην αφάνεια




ΑΛΛΟΥ ΕΔΩ ΠΑΝΤΟΥ ( αποσπάσματα )


Ψηλό τριαντάφυλλο της παλίρροιας
όλες μου οι επιθυμίες ποτίστηκαν
τριαντάφυλλο αναγνωρισμένο στο κλάμα

Μαθαίνω όλα που μου λες μπορώ να τα καταλάβω
η σκέψη σου είναι χωρίς ντροπή σκέψη στην ψηλή φωνή

Σιωπα το αφελές θαύμα
και η κλωστή στη βελόνα
όλη ήταν διαχυμένη
ο σκοτεινός άνεμος καθαρίζει
τη θάλσσα και τον ήλιο

Η αναπνοή σου ετοιμάζει τις απανήσεις μου
ακούω τον άνεμο ξέρω αυτό που λες
και συνδέω τους θορύβουςπου σου δίνουν ζωή
πάνω σε ένα δρόμο που η ηχώ χτυπάει σε όλες τις καρδιές
αν και η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα κλείσανε
η ατολμία μου ακούει τη βροντή των θορύβων
και οι μουγγοί ζητάνε να διλύσω τη νύχτα τους
ακούμε αυτό που κοιμάται σε μας ανέκφραστο

Θα διασχιστούν οι περιορισμοί μας

Ημουνα μακριά πεινούσα διψούσα για μια επαφή

Η αφή σου μοιάζει των καρπερών χωμάτων
των χωμάτων των εξαντλημένων
από τ όργωμα των αρότρων των βροχών και των καλοκαιριών
η αφή σου δημιουργεί ένα πρόσωπο από φύλλα
ένα σώμα χορταρένιο ένα σώμα πεσμένο σε ένα θάμνο
το χέρι σου με προστατεύει από τσουκνίδες κι από βάτους

Τα χάδια μου θεμελιώνουν τα όνεριά μου σε ένα μόνο
οξυδερκή και πιστό ένα όνειρο της διάρκειας

Γιατί σε αισθανόμουν καλύτερα τη νύχτα

Είχα ελευθερωθεί

Είχα γευτει τον ουρανό , τη γή και την παλίρροια
αισθάνθηκα το αίμα το δέρμα την παγωνιά και το άχυρο
τα είχα όλα καταλάβει τ άγγιζα αναδειχνόμουν
ανάπνεα χρωματιζόμουν βάδιζα μλούσα
και αναδημιουργόμουν

Είδα καθαρά μεσημεριάτικα παραδεχόμουνα τον ίσκιο
ήερα χωριστά και ομαδικά τ αστερια
και τα έργα των ανθρώπων
ήξερα να υπάρχω λιγότερο και πιο πολύ απ τον εαυτό μου
οι πέντε αισθήσεις μου κάνανε θέση στη φαντασία

Η φαντασία έμεινε στη σκέψη
κ ιεμείς κατέχουμε μια έκτη αίσθηση






















ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ

Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση πάρε το δρόμο του πρωινού
ανέβα τα σκαλιά της πάχνης
Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γη σφιγμένη
να ‘ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη, θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου ,
στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης ,της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας
ο άνεμος θα μας υπομείνει
ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν

Το σίγουρο μας διάστημα ο αγνός μας αέρας
φτάνει για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια
όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούργια μνήμη
και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά

Ω! αδερφοί μου αντίμαχοι
που κρατάτε στα μάτια τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
που να σας έχω αφήσει
με τα βαριά σας χέρια μες το λάδι το νωθρό,
μες στις παλιές σας πράξεις με τόση λίγη ελπίδα
που κι ο θάνατος φαίνεται ν ‘χει δίκιο

Χαμένοι μου αδερφοί , εγώ πηγαίνω προς τη ζωή
έχω την όψη ανθρώπου για ν’ αποδείξω
πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου
και δεν είμαι μόνος

χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου
χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
γυμνό νερό, γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα,
έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
οι πρώτες ανθισμένες ζέστες .
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό
το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας
Εύφορη αυγή,
στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού
του κυμάτου , της ταραγμένης άμμου ,της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας
Έξω από τον εαυτό μας.






πηγές για τον Πωλ Ελυάρ: www.paul-eluard.com, http://www.poetryintranslation.com/PITBR/French/Eluard.htm
http://wikilivres.info/wiki/Paul_%C3%89luard