Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Τι λοιπόν; (Γεώργιος Δροσίνης)


Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;

Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;

Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;

Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;

Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;

Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;


Γεώργιος Δροσίνης


Detail of the Anastasis fresco, church of the St. Savior in Chora, Parekklesion



πηγές για Δροσίνη: Γεώργιος Δροσίνης


Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.


Κώστας Καρυωτάκης, Τελευταία Ποιήματα




Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Άνεμος του Νοεμβρίου

Τώρα όμως βράδιασε.
Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοί είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας
κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί.
Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου.
Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί,
ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι.
Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων
που δεν πρόφτασαν ν’αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση
από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε
και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.

Τάσος Λειβαδίτης


Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τί κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ; Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα ένα χτες ή ένα αύριο όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’αγαπήσουν. Ώσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση απ’το παρελθον (πότε ζήσαμε;) και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δε θα μας θυμηθεί. Τάσος Λειβαδίτης

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Σαρλ Μπωντλαίρ, Charles Baudelaire - ΒΟΛΕΣ (αποσπάσματα)

VI

Η Μουσική σκάβει τον ουρανό.

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ έλεγε ότι κάθε φορά που έμπαινε σ'ένα καφενείο ένοιωθε μιαν αόριστη ταραχή. Για μία φύση συνεσταλμένη, ένας έλεγχος εισιτηρίων στο θέατρο φαντάζει λίγο σαν το δικαστήριο του Κάτω Κόσμου.

Η ζωή δεν έχει παρά μία μόνο αληθινή μαγεία. Τη μαγεία του Παιχνιδιού. Αν όμως μας είναι αδιάφορο να κερδίσουμε ή να χάσουμε;

VII

Τα έθνη δεν έχουν μεγάλους άνδρες παρά μόνον ερήμην τους, όπως οι οικογένειες. Βάζουν τα δυνατά τους για να μην έχουν. Κι έτσι, ο μεγάλος άνδρας, για να υπάρξει, χρειάζεται να διαθέτει μια δύναμη ισχυρότερη από τη δύναμη αντίστασης που αναπτύσσουν εκατομμύρια άτομα.

Για τον ύπνο, αυτή τη θλιβερή περιπέτεια κάθε νύχτας, μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι αποκοιμιούνται καθημερινά μ'ένα θάρρος που θα'ταν αδιανόητο, αν δεν γνώριζαν ότι είναι καρπός της άγνοιας του κινδύνου.

Υπάρχουν επιδερμίδες καύκαλα που η περιφρόνησή σου γι'αυτές δεν είναι καν εκδίκηση.

VIII

Τούτα τα όμορφα και μεγάλα καράβια, που λικνίζονται ανεπαίσθητα πάνω στα ήρεμα νερά, τούτα τα γερά σκαριά που μοιάζουν αργόσχολα και νοσταλγικά δεν μας λένε σε μια γλώσσα βουβή : πότε αναχωρούμε για την ευτυχία ;

XI

Όπως διέσχιζα τη λεωφόρο, κάπως βιαστικά για να αποφύγω τις άμαξες, το φωτοστέφανό μου ξεκόλλησε κι έπεσε μέσα στη λάσπη του σκυρωτού δρόμου. Ευτυχώς πρόλαβα να το μαζέψω. Αλλά ένα λεπτό αργότερα γλίστρυσε μέσα στο μυαλό μου τούτη η άθλια σκέψη, ότι ήταν κακός οιωνός. Κι έκτοτε η ιδέα δε λέει να με εγκαταλείψει. Δε μ'άφησε στιγμή σε ησυχία όλη μέρα.

Υπάρχει στην πράξη του έρωτα μια μεγάλη ομοιότητα με το βασανιστήριο, ή με μια χειρουργική επέμβαση.

Υπάρχει στην προσευχή μια μαγική λειτουργία. Η προσευχή είναι μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της νοητικής δυναμικής. Εμπερικλείει κάτι σαν ηλεκτρική υποτροπή.

Κάποιος πάει για σκοποβολή, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του. - Στοχεύει μία κούκλα και λέει στη γυναίκα του : Φαντάζομαι ότι είσαι εσύ. - Κλείνει τα μάτια και ρίχνει κάτω την κούκλα. - Έπειτα λέει φιλώντας το χέρι της συντρόφου του : Αγαπημένε μου άγγελε, πόσο σ'ευχαριστώ για την ευστοχία μου!

XIV

Τι πιο παράλογο από την Πρόοδο, αφού ο άνθρωπος όπως τούτο αποδεικνύεται από τα καθημερινά γεγονότα παραμένει πάντα όμοιος και ίσος με τον άνθρωπο, που σημαίνει με την άγρια κατάσταση. Τι είναι οι κίνδυνοι του δάσους και του χειμώνα μπροστά σε καθημερινές κρίσεις και συγκρούσεις του πολιτισμού ; Είτε ο άνθρωπος αγκαλιάζει το θύμα του στον δρόμο είτε τραυματίζει τη λεία του σε άγνωστα δάση, δεν παύει να είναι ο αιώνιος άνθρωπος, ήτοι το πιο τέλειο αρπακτικό.





XV

Όσο για μένα, που μερικές φορές νοιώθω μέσα μου τη γελοιότητα ενός προφήτη, ξέρω ότι δε θα βρω ποτέ εκεί τη φιλευσπλαχνία ενός γιατρού. Χαμένος μέσα σε τούτο τον φαύλο κόσμο, συνωθούμενος από τα πλήθη, μοιάζω με άνθρωπο αποκαμωμένο που το βλέμμα του δεν αντικρίζει προς τα πίσω, στα βάθη των χρόνων, παρά μόνο μια θύελλα που δεν κουβαλά μέσα της τίποτα το καινούργιο, ούτε μάθηση, ούτε πόνο. Τη βραδιά που αυτός ο άνθρωπος έκλεψε από τη μοίρα μερικές στιγμές απόλαυσης, γαληνεμένος καθώς χωνεύει, επιλήσμων - όσο είναι αυτό δυνατό - του παρελθόντος, ευχαριστημένος με το παρόν και αποδεχόμενος το μέλλον, μεθυσμένος από την ψυχραιμία του και τον δανδισμό του, περήφανος που δεν είναι το ίδιο ποτραπός με αυτούς που περνούν, λέει στον εαυτό του χαζεύοντας τον καπνό του πούρου του : Τί με νοιάζει εμένα πού θα καταλήξουν όλες αυτές οι συνειδήσεις ;

Από το βιβλίο , Σκιές στο Φως.

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Κατερίνα Γώγου




 ''Μπερδεύω πού σταματάει το όνειρο και πού αρχίζει η αλήθεια....''

Η κόρη της ήταν ακόμα παιδί, έμεναν σε ένα μικρό, άδειο διαμέρισμα, πεινούσε, κρύωνε και έγραφε ποιήματα όχι στη γραφομηχανή, αλλά με μολύβια που έσπαγαν στο χαρτί. Σκεφτόταν τότε πως κάτω από αυτές τις συνθήκες τα ποιήματα δεν της ανήκαν. << Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω ''ποιητής''....>>


''Τον μήνα των κερασιών. 1 Ιουνίου γεννημένη.''

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα. Από πέντε χρονών εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους. Τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από τον ελληνικό εμφύλιο και τις μετέπειτα συνέπειες που αυτός είχε στην ελληνική ψυχοσύνθεση δεκαετίες μετά. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και στις σχολές χορού των Πράτσικα, Βαρούτη και Ζουρούδη. Συμμετείχε σε διάφορες ταινίες της Φίνος Φιλμ,στο θέατρο και σε άλλες επιλεγμένες ταινίες, του συζύγου της Π.Τάσσιου, αλλά και φίλων της σκηνοθετών όπως ο Γιώργος Κορδέλας, ο Α.Θωμόπουλος με την ταινία Όστρια στης οποίας το σενάριο συνέβαλε και η ίδια. Αργότερα όμως, από το 1978, στράφηκε κυρίως στην ποίηση.
Η ποίηση όπως είχε εξομολογηθεί και η ίδια ήταν το λιμάνι της. Η διέξοδος της έκφρασής της απέναντι στην απομόνωση όχι μόνο από την μικροαστική κοινωνία, αλλά σταδιακά από τον κύκλο των φίλων της, αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό. Μία διέξοδος από την αυτοκτονία. Στην τελευταία της ποιητική συλλογή χρησιμοποιεί την έκφραση ''νεκρή ζωντανή'', μία αέναη όπως αποδείχτηκε, συμπόρευση ζωής θανάτου με τον θάνατο τελικά να επικρατεί το φθινόπωρο του 1993.

'' Καταμεσίς της θάλασσας, χωρίς σκαρί, χωρίς συντρόφους και πανιά, στ' απόκρημνα νερά, χωρίς, σ' εμένα γυρισμό, μόνο να ταξιδεύω...''


Το 1978 δημοσιεύεται η πρώτη της ποιητική συλλογή Τρία Κλικ Αριστερά. Η γλώσσα είναι σχεδόν αφηγηματική με το λεξιλόγιο να είναι απτό, καθημερινό και οι εκφράσεις σκληρές και τραχιές. Ασκεί δριμύ κριτική στον καπιταλισμό και στην μικροαστική κοινωνία της εποχής της, όχι όμως με τρόπο αποστειρωμένο, αλλά γνήσιο και επιθετικό απέναντι στον αστυνομισμό και στην κρατική εξουσία.

Αυτός εκεί
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι' αυτό και 
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
 σε έναν αόριστο θάνατο.

Ακολουθεί το 1980 η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Ιδιώνυμο. Η γραφή της το ίδιο πολιτικοποιημένη, όμως με έναν τόνο αγανάκτησης και παραπόνου για την απαξίωση και την εξαθλίωση των συνοδοιπόρων της αγωνιστών στο προστατευόμενο κρατικά κλίμα της Μεταπολίτευσης.

Είπανε για κείνο τον αρχάγγελο
που έπεσε ξαφνικά στο μπαλκόνι μας
την Τρίτη 21  Μαΐου του 78
πως ήταν αλκοολικός.
Περνούσε λέει άμα νύχτωνε
από όλα τα μπαρ της Αθήνας
και γινότανε φέσι.
Και το πρωί σαν χάραζε είπανε
γύριζε λέει στους συναγγέλους του
και στ' άστρα ματιασμένος.
Λέγανε ακόμα οι άνθρωποι
πως ήτανε αναρχικός.
Γι' αυτό άλλωστε είχε και μαύρες φτερούγες.
Η αλήθεια είναι
πως ούτε εγώ ούτε η Μυρτώ τρομάξαμε
παρόλο που για πρώτη φορά μας
βλέπαμε αγγέλους.
Εγώ ντροπιάστηκα μόνο
που είχα τις γλάστρες απότιστες
και τα γόνατα του παιδιού λερωμένα.
Με ρώτησε θυμάμαι γελαστός
αν πίστευα στα μάτια μου αν πίστευα στους αγγέλους.
Και εγώ του είπα σοβαρά πώς όχι.
Ε τότε - μου είπε - δε θα πετάξεις ποτέ.
Και μου έβαλε ένα δαχτυλίδι στο χέρι
να με θυμάσαι άμα νυχτώνει μου είπε.
Έκανε έπειτα κάνα δυο φορές έτσι
για να ζεστάνει τις φτερούγες του ανοίξανε
και χάθηκε πάνω από την πόλη.
Από εκείνη την Τρίτη λοιπόν
ένιωσα πιο μόνη μου από όλα τα χρόνια.
Κι ούτε που ξαναμίλησα με τους ανθρώπους πια.
Κι αν δεν ήταν το δαχτυλίδι στο χέρι μου
και τα φώτα ν' αναβοσβήνουν σαν την καρδιά μου
θα' λεγα πως έφτιαξα πάλι σενάριο
με το κουρασμένο μυαλό μου.
Την νύχτα θα ξαναπάρω σβάρνα τα μπαρ.
Μπορεί να τον τρακάρω...

 
 Οι επόμενες συλλογές της είναι περισσότερο εσωστρεφείς, ένας εσωτερικός μονόλογος με μοναδικό σκοπό κάποτε να ξεσπάσει. Το τρίτο της βιβλίο είναι το Ξύλινο Παλτό, μία εκτεταμένη  καταγραφή σκέψεων με εικόνες, ακόμη περισσότερο έντονες, που απηχούν την συνείδηση του Εγώ.

(...) και εγώ, πώς μου' ρθε να γράψω ποιήματα ακόμα πιο πολύ δεν έχω τόπο να σταθώ και με το ίδιο παιδικό παράπονο κοτζάμ γυναίκα τώρα όλο να ντρέπομαι και πρέπει ακόμα να σκληρύνω και τώρα δεν έχω τί άλλο να πώ σπάνε τα κομμάτια μας σαν αστραπές στον ουρανό και πάντα όλοι να μας διατάζουνε διαλυθείτε ησύχως όμως κι έτσι που μ' οξυγονοκολλήσανε δεμένη χειροπόδαρα σε τούτη τη ζωή σε τούτη την καρέκλα έτσι και της χώσω μια στον ουρανό - κοίτα ψηλά - θα πιάσει να βρέχει...


ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΣΠΑΣΑΝΕ
ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ

Κουρελιασμένοι απ' τα αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δώ και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι 
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις...




Η επόμενή της συλλογή τιτλοφορείται Απόντες (1986), με φωτογραφίες διαδηλωτών, μία ίσως πιο ενδοσκοπική ματιά στους ''απόντες'' των πόλεων, αυτούς που ακόμη ζουν.


ΣΠΟΝΔΗ

Στο Σημείο
που όσο πλησιάζω
απομακρύνεται
Στο Σημείο
που όσο σκοτεινιάζει 
αναδύεται
Στο Σημείο
που κρατάω στη χούφτα μου
κι άμα πάω να στο δείξω
υδρατμός αγάπης γίνεται
και εξανεμίζεται
Στο Σημείο που ονομάζω
- Εσύ - Εγώ -
εγγράφω όλους τους φόνους
ποδοπατημένων χορταριών.
Ν' ανθίσει.


Το επόμενο βιβλίο της είναι Ο Μήνας των Παγωμένων Σταφυλιών (1988). Αποτελείται από μερικούς στίχους μόνο. Η αυξανόμενη αγωνία για το τέλος ή τη σωτηρία είναι πιο διάχυτη από ποτέ. Όλο το βιβλίο μοιάζει σαν ένα ολόκληρο ποίημα. Μεγάλα κενά, κομματιασμένη γραφή με μικρές ανάσες.

Και ήρθε - και χάμω - στα γόνατα έπεσα
και χωμάτινος βόλος έγινα
και μέσα μου κύλησα 
και σε μια ανάσα της ψυχής μου
που είχε μείνει φεγγερή 
- εκεί ακούμπησα -
κι έκλαιγα νερό. Νερά πολύ.

Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα - λέπια- γοργόνα έγινα
κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ...


Το 1990 δημοσιεύει το έκτο της βιβλίο με τίτλο Νόστος, το οποίο είναι γραμμένο σε ψυχιατρική κλινική. Πεζά με ποιητικό ύφος με μία μεταφυσική ατμόσφαιρα.

Θα μπορούσε αυτό το σπίτι εξωτερικά τουλάχιστον, να είναι γαλήνιο, αν δεν ήταν, μέρα μεσημέρι, το έξω φως της πόρτας αναμμένο. Τα φώτα αναμμένα την ημέρα μου δημιουργούν ένα βαρύ, καταθλιπτικό συναίσθημα. Αρχίζει με ταχυπαλμία για να φτάσω να μη χτυπάει καθόλου η καρδιά, ύστερα σταυρώνω τα χέρια και πεθαίνω, αλλά δεν είναι, γιατί βλέπω πολύ καθαρά διάφορα πελώρια ζώα να κάνουν έρωτα στο κρεβάτι. Ίσως ξεκινάει από τα φώτα των αυτοκινήτων, για να γίνουν ορατά, με κάποιον ετοιμοθάνατο μέσα. Είχα τύχει σε ένα χοντρό μποτιλιάρισμα στην Αλεξάνδρας, κάποιος οδηγούσε μεθυσμένος στην αντίθετη λορίδα και μπλοκάρισε όλη την περιοχή. Και μέσα σ'ενα ταξί. με τα φώτα όλα αναμμένα, μια κυρία, μητέρα, κράταγε με ένα ματωμένο μαντίλι τα σαγόνια ενός παιδιού καθώς κοίταζε έξω. Πιστεύω πως με χαιρέτησε.
Τώρα, στο σπίτι που με έχει κρύψει η φίλη μου, σβήνω πάντα το φως και τριγυρνάω συνέχεια μ' ένα μικρό καφέ κερί, να περάσω μέσα από τη λίμνη χωρίς να σβήσει η φλόγα του, σ' έναν παλιό νοσταλγίας καθρέφτη.


Το τελευταίο της βιβλίο Με λένε Οδύσσεια (2002) δημοσιεύεται πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της, όπου περιγράφεται η παραμονή της στο ψυχιατρείο, οι ενοχές της απέναντι στα αγαπημένα της πρόσωπα, μία προσπάθεια για μια νέα αρχή αλλά και μία κούραση ή ματαίωση από αυτήν για εκείνη υπερπροσπάθεια.

Πάει, Οδυσσέα, το έκτο γραφτό.
Γραφτό που είδε τον ήλιο
μέσα σε άσυλο
με διαμαντένια κορόνα σμιλεμένο.
Ε, καρδιά τ' ουρανού
βοήθησε
χρέος υπέρτατο 
το έβδομο της ψυχής αποτύπωμα
στα μελανά πόδια της γης
σ' ένα έλατο, σ' ένα πλατάνι
ή σε γερό ποτάμι που πάει
σ' ωκεανό να φτάσει αφημένο.
................................................
....... μια χορδή από ήλιου φως... 




Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιείς κι όπως πάντα μεθύσεις
μην πείς ποτέ πώς μ' αγάπησες
Δε θ' άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω...


Κατερίνα.





πηγή : Κατερίνα Γώγου, Έρωτας Θανάτου, Αγάπη Βιργινία Σπυράτου, εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 2007.
http://gwgou.page.tl/ 


Τέχνη & Ποίησις 



Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Πωλ Ελυάρ, '' Έλληνα λαέ ''




ΑΘΗΝΑ

Έλληνε λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτά σου για την λευτεριά και την δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σε απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσαι όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου και η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας  βάζοντας τον δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και την ελπίδα όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δε βολεύεται
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ
Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του λαού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας και η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί και η λευτεριά

Η λευτεριά όμορφη με την ηλιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και απ' τους εχθρούς μας όλους

                                                              9 Δεκέμβρη 1944

πηγή : http://anasintaxi.awardspace.com/141.htm




Να ειπωθούν όλα

Το παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξεις
Και μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρρος
Ονειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μου
Εχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωτα
Τους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούς
Το χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώνα
Το κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώρια
Μαζί μ΄ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζει
Και κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζει
Την ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένο
Το πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο
Και το πλήθος πιο δυνατό απ΄ τη σκιά του την ακάθαρτη
Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ΄ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλων
Και το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότητα
Τον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα
Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη





Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

William Blake, Ουίλλιαμ Μπλέικ (1757-1827)






Άγγελοι με φυλούσανε κι εγὼ βαθιὰ κοιμόμουν. 
 Έξω, νύχτα σκοτεινή. 
 Μα ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω απὸ την κουρτίνα: 
 ένα όνειρο είχε μπεί......



Ο Ουίλλιαμ Μπλέικ ήταν ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους Ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ο αυθεντικότερος και πιο εκλεκτός από τους  ρομαντικούς  ποιητές και θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο Μπλέικ ζούσε τόσο πολύ μέσα στα οράματά του, ώστε αρνιόταν να σχεδιάσει εκ του φυσικού και βασιζόταν αποκλειστικά στην εσωτερική του ενόραση. Όπως οι καλλιτέχνες του Μεσαίωνα, ο Μπλέικ δεν ενδιαφερόταν για την ακρίβεια της παράστασης, γιατί η σημασία της κάθε μορφής των ονείρων του ήταν τόσο έντονη γι' αυτόν, ώστε το θέμα της απόλυτα σωστής απόδοσης δεν τον ενδιάφερε. Άρχισε να πειραματίζεται πάνω στη μέθοδο που θα χρησιμοποιούσε για να δημοσιεύσει τα ποιήματά του, όντας δύσπιστος απέναντι στους εκδότες της εποχής. Τελικά υιοθέτησε μια πρωτότυπη τεχνική εκτύπωσης συνδυάζοντας την ιδιότητα του χαράκτη και ζωγράφου με αυτή του ποιητή.  Ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης μετά την Αναγέννηση που επαναστάτησε με τον συνειδητό αυτό τρόπο ενάντια στα καθιερωμένα κριτήρια της παράδοσης, και καταλαβαίνουμε γιατί οι σύγχρονοί του τον θεωρούσαν τόσο παράξενο. Πέρασε σχεδόν ένας αιώνας για ν'αναγνωριστεί γενικά σαν μία από τις πιο σημαντικές μορφές της αγγλικής τέχνης. Είναι κοινή διαπίστωση των μελετητών του, πως η αξία του Μπλέικ δεν περιορίζεται μόνο στο γεγονός πως αποτέλεσε έναν αξιόλογο ρομαντικό ποιητή αλλά κυρίως στο ότι κατόρθωσε παράλληλα να δημιουργήσει και να απεικονίσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο προσωπικό μυθολογικό σύστημα.



“Παροιμίες της Κόλασης”


Η δεξαμενή περιέχει, η πηγή ξεχειλίζει.

Να σκέπτεσαι το πρωί. Να πράττεις το μεσημέρι. Να δειπνάς το βράδυ. Να κοιμάσαι τη Νύχτα.

Να περιμένεις δηλητήριο από το στάσιμο νερό.

Αυτός που δέχεται μ’ ευγνωμοσύνη έχει πλούσια σοδειά.

Η δημιουργία ενός μικρού λουλουδιού είναι μόχθος αιώνων.

Η Πλησμονή είναι Ομορφιά

Οι χαρές γκαστρώνουν. Οι λύπες γεννάνε.

Το πουλί τη φωλιά, η αράχνη τον ιστό, ο άνθρωπος τη φιλία

Μια σκέψη γεμίζει το αχανές

Πάντα λέγε λεύτερα τη γνώμη σου και ο τιποτένιος θα σε αποφεύγει.

Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες απ’ τ’ άλογα της διδαχής.

Η μηλιά ποτέ δε ρωτάει την οξιά πώς να μεγαλώσει∙ ούτε το λιοντάρι το άλογο πώς να πιάσει τη λεία του.

Η ψυχή της γλυκιάς χαράς ποτέ δε λερώνεται.

Ο ανόητος δεν βλέπει το ίδιο δέντρο με τον σοφό.

Αυτός που το πρόσωπό του δεν σκορπάει φως, ποτέ του δεν θα γίνει άστρο.

Η Αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τα έργα του χρόνου.

Τις ώρες της ανοησίας τις μετρά το ρολόι αλλά τις ώρες της σοφίας κανένα ρολόι δεν μπορεί να τις μετρήσει.


Οι  Παροιμίες, έρχονται σε αντίθεση με τις συμβατικές αντιλήψεις της εποχής, καθώς προτείνουν τη απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της θρησκευτικής και πολιτικής καταπίεσης.




                                                                      The ancient days



           The Great Red Dragon and the Woman Clothed with the Sun



Μια θεία εικόνα

H βαρβαρότητα έχει μια ανθρώπινη καρδιά
Ο φθόνος το σχήμα του ανθρώπινου προσώπου
Ο τρόμος είναι η θεία ανθρώπινη μορφή
 H μυστικότητα το ρούχο του ανθρώπου.

Το ανθρώπινο ρούχο είναι σίδερο χυτό
 H ανθρώπινη μορφή πύρινος καυστήρας 
Το ανθρώπινο πρόσωπο καμίνι σφαλιστό 
H ανθρώπινη καρδιά αχόρταγος κρατήρας.



                                                                        The fall of Satan


Η Τίγρη


Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα

δάση της νύκτας.

Ποιό αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε

την τρομερή σου συμμετρία;

Σε τι απύθμενα βάθη ή μακρινούς ουρανούς

έκαιγε η φωτιά των ματιών σου;

Σε τι φτερά ήθελε Εκείνος να πετάξει;

Ποιό χέρι τόλμησε να πιάσει τη φωτιά σου;

Ποιό το στέρνο και ποια η τέχνη

ν’ ανοίξει θα μπορούσε την ενέργεια της καρδιάς σου;

Κι όταν η καρδιά σου άρχισε να χτυπά,

ποιό φοβερό χέρι; και ποιό φοβερό πόδι;

Ποιό σφυρί, ποιά αλυσίδα,

Σε ποιό καμίνι ήταν το μυαλό σου;

Σε ποιό

θα τολμούσε να πνίξει τους θανάσιμους φόβους του;

Όταν τα άστρα έριχναν κάτω στη γη

τα φωτεινά τους ξίφη και έβρεχαν

τους ουρανούς με τα δάκρυά τους,

Χαμογελούσε Εκείνος, που έβλεπε το έργο του;

Εκείνος που έκανε το πρόβατο, έκανε κι εσένα;

Τίγρη, τίγρη, που καις λαμπρά στα δάση της νύκτας

Ποιό αθάνατο χέρι ή μάτι σχεδίασε

την τρομερή σου συμμετρία!



                                                               Elohim creating Adam



                                                             The Night of Enitharmon's Joy           


      A Dream 

Once a dream did weave a shade
O'er my angel-guarded bed,
That an emmet lost its way
Where on grass methought I lay.

Troubled, wildered, and forlorn,
Dark, benighted, travel-worn,
Over many a tangle spray,
All heart-broke, I heard her say:

'Oh my children! do they cry,
Do they hear their father sigh?
Now they look abroad to see,
Now return and weep for me.'

Pitying, I dropped a tear:
But I saw a glow-worm near,
Who replied, 'What wailing wight
Calls the watchman of the night?

'I am set to light the ground,
While the beetle goes his round:
Follow now the beetle's hum;
Little wanderer, hie thee home!'
 

                
                                               When the morning stars sang together



                                                                       Isaac Newton



                                                                                 Pity



                                       The Angels Over The Body Of Christ



                                                                    The descent of Christ



Να δεις τον Κόσμο σε έναν κόκκο άμμου,
και τον Ουρανό σ’ ένα αγριολούλουδο,
να κρατήσεις το Άπειρο στην παλάμη σου
και την Αιωνιότητα σε μια ώρα.


"If the doors of perception were cleansed every thing would appear to man as it is, infinite ....''



Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Φερνάντο Πεσσόα, Fernando Pessoa (1888-1935)


 Η λογοτεχνία, όπως κάθε είδος τέχνης, είναι η ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί.


Ο Πεσσόα γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1888. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών και η μητέρα του έγινε το άπαν στη ζωή του. Το πρώτο γνωστό ποίημά του στην πορτογαλική, όταν ήταν επτά ετών, απευθυνόταν στη μητέρα του. Ο θάνατός της του προκάλεσε βαθύτατη λύπη, απ' την οποία ο Πεσσόα δεν συνήλθε ποτέ. Έκανε τις σπουδές του στην αγγλική, στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου έζησε για 10 χρόνια. Δεν πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο, παρόλο που είχε εγγραφεί στη Φιλολογία και στη Φιλοσοφική σχολή. Δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης και αντιπαθούσε τον πόλεμο. Πέρασε όλη του τη ζωή σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών ασχολούμενος με την εμπορική αλληλογραφία στην αγγλική και τη γαλλική. Παρ' όλη τη γνώση και των δύο γλωσσών είχε αδυναμία στη μητρική του γι' αυτό και τόνιζε κάθε φορά ότι ''πατρίδα μου είναι η πορτογαλική''. Οι στίχοι του Πεσσόα είναι γεμάτοι από δέντρα, λουλούδια, από τη Φύση σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν τύποις καθολικός, αλλά φανατικός πολέμιος του Βατικανού. Παρ' όλα αυτά μνημονεύει πολλές φορές τον Θεό, όχι όμως όπως τον βλέπει η εκκλησία, αλλά με τη ματιά του πανθεϊστή. Ήταν πολιτικοποιημένος, εκφράζοντας τις πεποιθήσεις του με ποιήματα ή πεζά. Χάρη στον Πεσσόα η Λισαβόνα μπήκε στην παγκόσμια λογοτεχνία κι έγινε πόλη-σύμβολο. Στις 29 Νοεμβρίου πεθαίνει από κίρρωση του ύπατος. 
Ο Πεσσόα έζησε όχι με ένα, αλλά με 72 πρόσωπα, τους ετερώνυμούς του. Το όνομα Πεσσόα στην πορτογαλική σημαίνει ''πρόσωπο''.

 Σχετικά με τους ετερώνυμους στην ποίηση του Πεσσόα :


Η ψυχή μου είναι μια μυστική ορχήστρα. Αγνοώ ποια όργανα παίζω και ποια στριγκλίζουν μέσα μου. Δεν με αναγνωρίζω παρά σαν μια συμφωνία.



ΠΛΑΓΙΑ ΒΡΟΧΗ (αποσπάσματα)

Μακριά, στο φεγγαρόφωτο,
Στο ποτάμι, μια βάρκα
Γαλήνια περνά.
Αυτό τι φανερώνει;

Δεν ξέρω, μα εγώ απομακρύνομαι
Από τον εαυτό μου,
Και ονειρεύομαι
Κάτι που δεν μπορώ να δω.

Ποια αγωνία με καταβροχθίζει;
Ποιος έρωτας κανέναν μας δεν εξηγεί;
Η βάρκα περνά
Κι η νύχτα μένει.



Ο αέρας φυσάει δυνατά
Να ησυχάσω δεν μπορώ
Νιώθω μέσα μου κάτι
Στο τέλος του να φτάνει.

Ίσως είναι αυτό που είναι στην ψυχή μου
Νομίζει τη ζωή αληθινή...
Ίσως είναι αυτό που την ψυχή μου ηρεμεί
Που την κάνει να αισθάνεται...

Φυσάει αέρας δυνατός.
Φοβάμαι να σκεφτώ.
Αν αφήσω ελεύθερη τη σκέψη μου,
Το μυστήριό μου θα ανυψωθεί.

Αέρα που περνάς και λησμονείς,
Στάχτη που σηκώνεσαι και πέφτεις...
Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που μέσα μου
Δεν ξέρω τι συμβαίνει!





















ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Πάρε με, αιώνια νύχτα, στα χέρια σου
Και πες με γιο σου.

Εγώ είμαι βασιλιάς
Που με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο των κόπων και των ονείρων.

Το σπαθί μου, βαρύ για χέρια άτονα,
Σε χέρια ήρεμα παρέδωσα κι αντρίκεια
Και την κορόνα και την εξουσία μου τα άφησα
Κομμάτια στον προθάλαμο.

Την πανοπλία μου, την τόσο άχρηστη,
Και τα σπιρούνια μου με τον ασήμαντο κουδουνισμό,
Στην κρύα σκάλα πέταξα.

Εγκατέλειψα το βασιλικό αξίωμα, ψυχή τε και σώματι.
Και γύρισα στην αρχαία, γαλήνια νύχτα
Όπως το τοπίο για να πεθάνει το ξημέρωμα.



Η ΜΟΥΜΙΑ (αποσπάσματα)

Κοιτάζω τη σιωπηλή λίμνη
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι.

Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ' αεράκι
Σαλεύει, μα δε με αγγίζει.
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι.

Οι ρυτίδες τρεμουλιάζουν, χαμογελούν
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτιάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;



Μ' αρέσει να ταξιδεύω, ν' αλλάζω χώρες
Να είμαι πάντα άλλος,
Ψυχή χωρίς ρίζες,
Να ζω έξω από αυτά που βλέπω.

Να μην ανήκω σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό μου.
Να πηγαίνω μπροστά, ξοπίσω να παίρνω
Την απουσία κάθε σκοπού.
Και την επιθυμία μου να τον πετύχω.

Αυτό είναι για μένα το ταξίδι.
Αλλά εκτός από το όνειρο για το ταξίδι
Τίποτα από μένα δεν υπάρχει σ' αυτό.
Όλα τα άλλα, γη είναι κι ουρανός.


















ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΩΔΗ (απόσπασμα απ' το ποίημα του ετερώνυμου Άλβαρο Ντε Κάμπος)

Θέλω να φύγω μαζί μας, θέλω να φύγω μαζί σας,
Με όλους εσάς μαζί,
Παντού όπου πηγαίνετε!
Τους κινδύνους σας θέλω μπροστά μου να βρω,
Στο πρόσωπό μου, τους ανέμους να νιώσω,
Αυτούς, που το δικό σας γέμισαν ρυτίδες,
Το αλάτι της θάλασσας, που τα χείλη σας φίλησε, να φιλήσω
Στη δουλειά σας το χέρι μου να βάλω,
Τις καταιγίδες σας να μοιραστώ,
Και σαν κι εσάς, σε πανέμορφα λιμάνια να φτάσω!
Τον πολιτισμό, όπως κι εσείς, πίσω μου να αφήσω!
Μαζί σας κάθε ίχνος ηθικής να χάσω!
Στ' ανοιχτά να νιώσω την ανθρωπιά μου ν' αλλάζει!
Τις θάλασσες του Νότου μαζί σας να πιω,
Άγρια πράγματα νέα, νέες της ψυχής επαναστάσεις,
Νέες φωτιές πυρηνικές στο ηφαιστειακό μου πνεύμα!
Να φύγω μαζί σας, ν' απογυμνωθώ-εμπρός, ουστ!-
Απ' τα πολιτισμένα ρούχα μου, τα ήθη τα χρηστά,
Τον έμφυτό μου φόβο για τις φυλακές,
Την ήσυχη ζωή μου,
Την καθιστική, τη στατική, την προσεγμένη, την κανονική!

Στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα,
Αχ!Στη θάλασσα, στον άνεμο, στα κύματα, τη ζωή μου
Να πετάξω!



35 ΣΟΝΕΤΑ (του ετερώνυμου Αλεξάντερ Σερτς)

Ι

Είτε γράφουμε είτε μιλάμε είτε απλώς κοιταζόμαστε
Πάντα απόντες είμαστε. Αυτό που είμαστε
Δε μεταγγίζεται σε λόγια ή σε βιβλίο.
Η ψυχή μας βρίσκεται στο άπειρο μακριά.
Όσο πολύ κι αν δίνουμε στη σκέψη μας τη θέληση
Να γίνει η ψυχή μας, να την κινήσει προς τα έξω,
Οι καρδιές μας είναι ακόμα αμέτοχες.
Του εαυτού μας γνώστες δεν είμαστε.
Από ψυχή σε ψυχή να γεφυρωθεί δε γίνεται η άβυσσος.
Με καμιά δεξιότητα του σκέπτεσθαι,
Με καμιά απάτη του φαίνεσθαι.
Στο βαθύτερο εγώ μας, είμαστε αγεφύρωτοι
Τη στιγμή που θα μπορούσαμε να εκστομίσουμε
Στη σκέψη μας την ύπαρξή μας.
Είμαστε τ' όνειρο του εαυτού μας, ψυχές που αντιφεγγίζουν,
Και ο καθένας για τον άλλο ονειρεύεται όνειρα άλλου.


VIII

Πόσες μάσκες και πόσες άλλες
Πάνω στο πρόσωπο της ψυχής μας φοράμε;
Άραγε, όταν γι' αστείο η ψυχή τη μάσκα θελήσει να βγάλει;
Ξέρει πως έτσι αφήνει το πρόσωπο γυμνό να φανεί;
Η μάσκα η πραγματική, δεν νιώθει τίποτα κάτω απ' τη μάσκα
Αλλά κοιτάζει μέσ' απ' αυτή με μάτια κρυμμένα.








Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Γιώργος Μπλάνας (1959-2024 )

Ο Γιώργος Μπλάνας (γενν. 1959 στην Αθήνα) είναι έλληνας ποιητής, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Ζει κι εργάζεται στο Αιγάλεω, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και ηλεκτροτεχνία και εργάστηκε μεταξύ άλλων ως βιβλιοθηκάριος και διαφημιστής. Το 1987 ντεμπουτάρισε στην ελληνική λογοτεχνία κυκλοφορώντας τη συλλογή "Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή". Το 2003 ήταν υποψήφιος των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για το ποίημα "Επεισόδιο". Αρθρογραφεί συχνά στον αθηναϊκό τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ διατηρεί τη στήλη "Εγκυκλοπαίδεια Τεράτων" στο περιοδικό Γαλέρα σε εικονογράφηση Κώστα Κυριακάκη.



Ό,τι έχει το χρώμα της θάλασσας σου μοιάζει.
Ακολουθούν: τα νησιά,
με το πράσινο τρίχωμα των βράχων να σαλεύει στο βυθό,
οι ακρογιαλιές, πιο πέρα τα δέντρα βουβά
στις ποδιές των βουνών
κι ακόμα μακρύτερα οι πόλεις
ξαπλωμένες σαν γιγάντια γατιά στις απλωσιές:
δρόμοι, πλατείες, σπίτια, δωμάτια, κρεβάτια, εσύ
να κοιμάσαι μέσα σε θύελλες σεντονιών
κι ο ύπνος σου: διάφανο βότσαλο στο δέρμα των νερών.



 Η Αναπόφευκτη Ανθηρότητά Σου,
 αποσπάσματα
 
Τώρα, Κύριε, γνωρίζω πως ήταν η μορφή σου
μες στη γλυκειά παράδοση του δειλινού.
Θυμάμαι τον πατέρα μου όρθιο στην πόρτα της αυλής,
με τ’ ανθηρά του χέρια να θροΐζουν
στις τσέπες του παντελονιού.
Δε σκέπτεται τίποτε ή το πολύ-πολύ
πως θα πρέπει να μπαλώσει τη σκεπή
τώρα που άνοιξε ο καιρός.
Κι όμως, κάτι σε κείνο το βαθύ
γαλάζιο του απογεύματος τον πείθει
πως νίκησε το θάνατο -
κάτι σαν αίσθηση άνεσης
μέσα στα φρεσκογυαλισμένα του παπούτσια.

Αφέθηκα στα ξύλινα χέρια σου,
ακούγοντας το χρόνο να δουλεύει
με βουλιμία στης νύχτας την καρδιά.
Μικρή παρηγοριά
τα δύσκαρπά σου δάχτυλα κι ακόμη
μικρότερη η απαντοχή των λιγοστών σου φύλλων.
Όμως δεν πέρασε ποτέ απ΄ το νου μου
πως θα μπορούσα να χαθώ σ’ αυτόν τον κόσμο,
πλανούμενος σ’ ένα δάσος αυτόχειρων προσδοκιών.
Όμως δε σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε
όλη αυτή η επίμονη κατεργασία του χρόνου να κενώσει
πίστεις και βεβαιότητες,
σχήματα, χρώματα κατακτημένα.
Αφέθηκα, δε σκέφτηκα, μ’ ακόμη ελπίζω
στην αναπόφευκτη ανθηρότητά σου.

Χάνομαι τώρα· με τρομάζει
κάθε του φύλλου κίνημα και κάθε
του άνεμου στεναγμός με συνταράζει.
Πώς γίνομαι έτσι αδύναμος
μπρος στην αφεύγατη παρουσία του χρόνου;
Σπέρνω θανάτους στα όνειρα μου και πασχίζω
να κρατηθώ απ’ την απάθεια των βλαστών.
Τσιρίζεις όμως άξαφνα την αγωνία του αγριμιού
κι όταν ζυγώνει ο πανικός,
λυσσομανώντας κάμαρες πεισματικά βουβές,
χάνεσαι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα των ημερών μου.
























Νύχτα, αποσπάσματα

Κάποτε, κάπου, όμως: σε χρόνο καίριο,
σάμπως τα λόγια να ’χουν τον καιρό τους·
κι ένας, που νομιζότανε πουλί στις φυλλωσιές,
κι άλλος, που συχνογύριζε ’λάφι στις ερημιές,
ακούνε τη φωνή τους.
Μα εγώ μονάχα που άκουγα
ό,τι από τις σκέψεις μου έφερν’ η ακοή τους.

Κάποτε θα ’φευγες, και θα ’μουν
εγώ που θα σου το ζητούσα.
Ξέρεις, καθένας έμαθε
κάποτε, κάπου, μια φορά,
ένα μονάχα τρόπο να ’ναι ·
τ’ άλλα κουβέντες άχρηστες,
μια θλιβερή περιφορά
σε δειλινά που αρνήθηκαν
κάποτε, κάπου, μια φορά,
να μας συντρίψουν.
(Κι όμως, καθένας έμαθε
να νοσταλγεί τη συντριβή του.)
Κάποτε θα ’φευγες · πως ήταν
κάποια στιγμή που φάνηκε να σμίγουν
δρόμοι σαφώς ασύμβατοι, δεν έχει σημασία:
νύχτα, κι η νύχτα, μια φορά
τουλάχιστον, θα κάμψει την κάθε διαφορά.
Όσο για μας: αυτό που φεύγει και μακραίνει
διαφέρει κατά συντριβή
απ’ ό,τι φεύγεται και μένει.

Να ’ξερες μόνο τι σου λέω!
Μια στιγμή πριν μ’ αφανίσει
κείνο το πολυπόθητο σκοτάδι που δερόταν
στην αγκαλιά της, πέρασε μπροστά μου
το φάσμα του προσώπου σου, να εκλιπαρεί το θάνατο μου.
Κι ω, θαύμα! Αντί να ταραχτούν
τα μέλη μου, γυρεύοντας τον τρόμο να ξεφύγουν,
κάτι μέσα μου πήδησε ψηλά, ώστε να δω
το σώμα μου να χάνεται σ’ ένα βυθό αβάσταχτα δικό σου».
Έτσι σκεπτόμουνα, ώρα πολλή, κρατώντας
τα χέρια της ακίνητα μες στα δικά μου,
μη καμιά κίνηση παρα-
μικρή των πολυστέναχτων δακτύλων της με πλήξει
σαν να ’ταν πια η ψυχή μου κάτι ολότελα προσωπικό,
κι η επίμονη σιωπή μου λόγια
που μαρτυρούσαν ένα πάθος
πάντα ειπωμένο απλά και πάντα γλυκύτατα βουβό.





























                                                                                                                  Η Ζωή Κολυμπά Σαν Φάλαινα Ανύποπτη Πριν Τη Σφαγή

Η αγάπη τρέφει τη ζωή,
ο θάνατος πορεύει την αγάπη.
Σέρνουν οι πόθοι την τυφλή
καρδιά τους σ’ ένα τόπο τυφλό,
πληθαίνοντας τους ίσκιους του χρόνου,
τσιρίζοντας μια γλώσσα θερισμένη
απ’ την αλύπητη ταχύτητα του πάθους.
Πάνω, σκοτάδι μουγκό:
η σάρκα του κήτους, θολή
και πιο πάνω, ψηλά: η γαλήνη
να λιάζεται σαν γάτα γκαστρωμένη
στα σκαλιά του Παραδείσου.


Ποίηση και Φιλοσοφία, άρθρο Γιώργου Μπλάνα


Πηγή για Γιώργο Μπλάνα : http://www.poiein.gr/archives/1521/index.html



Τέχνη & Ποίησις en-texnon.blogspot.com/