Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Φερνάντο Πεσσόα, Fernando Pessoa (1888-1935)


 Η λογοτεχνία, όπως κάθε είδος τέχνης, είναι η ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί.


Ο Πεσσόα γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1888. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών και η μητέρα του έγινε το άπαν στη ζωή του. Το πρώτο γνωστό ποίημά του στην πορτογαλική, όταν ήταν επτά ετών, απευθυνόταν στη μητέρα του. Ο θάνατός της του προκάλεσε βαθύτατη λύπη, απ' την οποία ο Πεσσόα δεν συνήλθε ποτέ. Έκανε τις σπουδές του στην αγγλική, στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου έζησε για 10 χρόνια. Δεν πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο, παρόλο που είχε εγγραφεί στη Φιλολογία και στη Φιλοσοφική σχολή. Δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης και αντιπαθούσε τον πόλεμο. Πέρασε όλη του τη ζωή σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών ασχολούμενος με την εμπορική αλληλογραφία στην αγγλική και τη γαλλική. Παρ' όλη τη γνώση και των δύο γλωσσών είχε αδυναμία στη μητρική του γι' αυτό και τόνιζε κάθε φορά ότι ''πατρίδα μου είναι η πορτογαλική''. Οι στίχοι του Πεσσόα είναι γεμάτοι από δέντρα, λουλούδια, από τη Φύση σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν τύποις καθολικός, αλλά φανατικός πολέμιος του Βατικανού. Παρ' όλα αυτά μνημονεύει πολλές φορές τον Θεό, όχι όμως όπως τον βλέπει η εκκλησία, αλλά με τη ματιά του πανθεϊστή. Ήταν πολιτικοποιημένος, εκφράζοντας τις πεποιθήσεις του με ποιήματα ή πεζά. Χάρη στον Πεσσόα η Λισαβόνα μπήκε στην παγκόσμια λογοτεχνία κι έγινε πόλη-σύμβολο. Στις 29 Νοεμβρίου πεθαίνει από κίρρωση του ύπατος. 
Ο Πεσσόα έζησε όχι με ένα, αλλά με 72 πρόσωπα, τους ετερώνυμούς του. Το όνομα Πεσσόα στην πορτογαλική σημαίνει ''πρόσωπο''.

 Σχετικά με τους ετερώνυμους στην ποίηση του Πεσσόα :


Η ψυχή μου είναι μια μυστική ορχήστρα. Αγνοώ ποια όργανα παίζω και ποια στριγκλίζουν μέσα μου. Δεν με αναγνωρίζω παρά σαν μια συμφωνία.



ΠΛΑΓΙΑ ΒΡΟΧΗ (αποσπάσματα)

Μακριά, στο φεγγαρόφωτο,
Στο ποτάμι, μια βάρκα
Γαλήνια περνά.
Αυτό τι φανερώνει;

Δεν ξέρω, μα εγώ απομακρύνομαι
Από τον εαυτό μου,
Και ονειρεύομαι
Κάτι που δεν μπορώ να δω.

Ποια αγωνία με καταβροχθίζει;
Ποιος έρωτας κανέναν μας δεν εξηγεί;
Η βάρκα περνά
Κι η νύχτα μένει.



Ο αέρας φυσάει δυνατά
Να ησυχάσω δεν μπορώ
Νιώθω μέσα μου κάτι
Στο τέλος του να φτάνει.

Ίσως είναι αυτό που είναι στην ψυχή μου
Νομίζει τη ζωή αληθινή...
Ίσως είναι αυτό που την ψυχή μου ηρεμεί
Που την κάνει να αισθάνεται...

Φυσάει αέρας δυνατός.
Φοβάμαι να σκεφτώ.
Αν αφήσω ελεύθερη τη σκέψη μου,
Το μυστήριό μου θα ανυψωθεί.

Αέρα που περνάς και λησμονείς,
Στάχτη που σηκώνεσαι και πέφτεις...
Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που μέσα μου
Δεν ξέρω τι συμβαίνει!





















ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Πάρε με, αιώνια νύχτα, στα χέρια σου
Και πες με γιο σου.

Εγώ είμαι βασιλιάς
Που με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο των κόπων και των ονείρων.

Το σπαθί μου, βαρύ για χέρια άτονα,
Σε χέρια ήρεμα παρέδωσα κι αντρίκεια
Και την κορόνα και την εξουσία μου τα άφησα
Κομμάτια στον προθάλαμο.

Την πανοπλία μου, την τόσο άχρηστη,
Και τα σπιρούνια μου με τον ασήμαντο κουδουνισμό,
Στην κρύα σκάλα πέταξα.

Εγκατέλειψα το βασιλικό αξίωμα, ψυχή τε και σώματι.
Και γύρισα στην αρχαία, γαλήνια νύχτα
Όπως το τοπίο για να πεθάνει το ξημέρωμα.



Η ΜΟΥΜΙΑ (αποσπάσματα)

Κοιτάζω τη σιωπηλή λίμνη
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι.

Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ' αεράκι
Σαλεύει, μα δε με αγγίζει.
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι.

Οι ρυτίδες τρεμουλιάζουν, χαμογελούν
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτιάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;



Μ' αρέσει να ταξιδεύω, ν' αλλάζω χώρες
Να είμαι πάντα άλλος,
Ψυχή χωρίς ρίζες,
Να ζω έξω από αυτά που βλέπω.

Να μην ανήκω σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό μου.
Να πηγαίνω μπροστά, ξοπίσω να παίρνω
Την απουσία κάθε σκοπού.
Και την επιθυμία μου να τον πετύχω.

Αυτό είναι για μένα το ταξίδι.
Αλλά εκτός από το όνειρο για το ταξίδι
Τίποτα από μένα δεν υπάρχει σ' αυτό.
Όλα τα άλλα, γη είναι κι ουρανός.


















ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΩΔΗ (απόσπασμα απ' το ποίημα του ετερώνυμου Άλβαρο Ντε Κάμπος)

Θέλω να φύγω μαζί μας, θέλω να φύγω μαζί σας,
Με όλους εσάς μαζί,
Παντού όπου πηγαίνετε!
Τους κινδύνους σας θέλω μπροστά μου να βρω,
Στο πρόσωπό μου, τους ανέμους να νιώσω,
Αυτούς, που το δικό σας γέμισαν ρυτίδες,
Το αλάτι της θάλασσας, που τα χείλη σας φίλησε, να φιλήσω
Στη δουλειά σας το χέρι μου να βάλω,
Τις καταιγίδες σας να μοιραστώ,
Και σαν κι εσάς, σε πανέμορφα λιμάνια να φτάσω!
Τον πολιτισμό, όπως κι εσείς, πίσω μου να αφήσω!
Μαζί σας κάθε ίχνος ηθικής να χάσω!
Στ' ανοιχτά να νιώσω την ανθρωπιά μου ν' αλλάζει!
Τις θάλασσες του Νότου μαζί σας να πιω,
Άγρια πράγματα νέα, νέες της ψυχής επαναστάσεις,
Νέες φωτιές πυρηνικές στο ηφαιστειακό μου πνεύμα!
Να φύγω μαζί σας, ν' απογυμνωθώ-εμπρός, ουστ!-
Απ' τα πολιτισμένα ρούχα μου, τα ήθη τα χρηστά,
Τον έμφυτό μου φόβο για τις φυλακές,
Την ήσυχη ζωή μου,
Την καθιστική, τη στατική, την προσεγμένη, την κανονική!

Στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα,
Αχ!Στη θάλασσα, στον άνεμο, στα κύματα, τη ζωή μου
Να πετάξω!



35 ΣΟΝΕΤΑ (του ετερώνυμου Αλεξάντερ Σερτς)

Ι

Είτε γράφουμε είτε μιλάμε είτε απλώς κοιταζόμαστε
Πάντα απόντες είμαστε. Αυτό που είμαστε
Δε μεταγγίζεται σε λόγια ή σε βιβλίο.
Η ψυχή μας βρίσκεται στο άπειρο μακριά.
Όσο πολύ κι αν δίνουμε στη σκέψη μας τη θέληση
Να γίνει η ψυχή μας, να την κινήσει προς τα έξω,
Οι καρδιές μας είναι ακόμα αμέτοχες.
Του εαυτού μας γνώστες δεν είμαστε.
Από ψυχή σε ψυχή να γεφυρωθεί δε γίνεται η άβυσσος.
Με καμιά δεξιότητα του σκέπτεσθαι,
Με καμιά απάτη του φαίνεσθαι.
Στο βαθύτερο εγώ μας, είμαστε αγεφύρωτοι
Τη στιγμή που θα μπορούσαμε να εκστομίσουμε
Στη σκέψη μας την ύπαρξή μας.
Είμαστε τ' όνειρο του εαυτού μας, ψυχές που αντιφεγγίζουν,
Και ο καθένας για τον άλλο ονειρεύεται όνειρα άλλου.


VIII

Πόσες μάσκες και πόσες άλλες
Πάνω στο πρόσωπο της ψυχής μας φοράμε;
Άραγε, όταν γι' αστείο η ψυχή τη μάσκα θελήσει να βγάλει;
Ξέρει πως έτσι αφήνει το πρόσωπο γυμνό να φανεί;
Η μάσκα η πραγματική, δεν νιώθει τίποτα κάτω απ' τη μάσκα
Αλλά κοιτάζει μέσ' απ' αυτή με μάτια κρυμμένα.








Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Αύγουστος Ροντέν, Auguste Rodin (1840-1917)


Ο Αύγουστος Ροντέν υπήρξε ένας μεγάλος Γάλλος γλύπτης, ο οποίος επηρέασε με τα έργα του τη γλυπτική του 20ου αι. Γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου του 1840 στο Παρίσι. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε ένα ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ήδη από τα δώδεκά του χρόνια άρχισε να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα. Στα 14 του χρόνια εισήχθη στη σχολή École Impériale de Dessin, ενώ νωρίτερα είχε απορριφθεί και μάλιστα τρεις φορές από τη Σχολή Καλών Τεχνών, École des Beaux-Arts. Σιγά σιγά αρχίζει να ανακαλύπτει την προσωπική του κλίση στη γλυπτική επισκέπτοντας μουσεία και μελετώντας κλασικά γλυπτά.
Σε ηλικία 18 ετών αρχίζει να εργάζεται στο Παρίσι, το οποίο του προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες να δημιουργήσει, καθώς μεγάλα έργα και γλυπτά κατασκευάζονται προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σε δημόσιους χώρους. Το 1864 γνωρίζει τη Ροζέ Μπερέ, τη μετέπειτα σύντροφό του και μοντέλο πολλών έργων του. Την ίδια χρονιά επιχειρεί να συμμετάσχει με το έργο του, Ο Άντρας Με Σπασμένη Μύτη, στο Σαλόν του Παρισιού, όμως απορρίπτεται, μέχρι και το 1875 που το έργο του τελικά θα γίνει δεκτό με διαφορετικό όμως όνομα, τ' όνομα  Πορτρέτο Ρωμαίου. 
Ταξιδεύει και στην Ιταλία και επηρεάζεται από το έργο του Μικελάντζελο. Την ίδια περίοδο επεξεργάζεται ένα έργο μεγάλων διαστάσεων, το οποίο ακολουθεί το πρότυπο των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών με σκοπό να το εκθέσει στο Σαλόν. Πράγματι το έργο με τ' όνομα Εποχή Του Μπρούντζου εκτίθεται το 1877, όμως οι κριτικοί αρνούνται να πιστέψουν ότι είναι έργο δικό του και τον κατηγορούν ότι χρησιμοποίησε ''καλούπι''. Το 1880 του ανατίθεται να διακοσμήσει την πύλη του Μουσείου Καλών Τεχνών. Εκείνος αρχίζει να επεξεργάζεται το έργο, Οι Πύλες της Κολάσεως, βασισμένο στη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Τελικά το σχέδιο για τη δημιουργία του μουσείου εγκαταλείπεται, όμως ο Ροντέν συνεχίζει να δουλεύει το έργο του μέχρι και το τέλος της ζωής του. Σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο γνωστός και δέχεται περισσότερες παραγγελίες. Παράλληλα γνωρίζει την Καμίλ Κλοντέλ, η οποία θα αποτελέσει τη σύντροφο, τη συνεργάτιδα, το μοντέλο του Ροντέν μέχρι και το 1898, οπότε και διακόπτεται η σχέση τους. Ο Ροντέν κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας ανέλαβε σημαντικές παραγγελίες όπως αυτή ενός έργου για τον Κλωντ Λωραίν και μία άλλη για τον Ουγκό. Το 1891 ανέλαβε τη δημιουργία μιας προτομής του Μπαλζάκ, η οποία παρουσιάστηκε δημόσια το 1898, όμως έτυχε αποδοκιμασίας απ' το κοινό.
Στις αρχές του 20ου αι. ο Ροντέν έχει ήδη αναγνωριστεί ως ένας απ' τους σημαντικότερους γλύπτες και στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού ένα τμήμα αφιερώνεται στα έργα του. Το 1908 μετακομίζει στο ξενοδοχείο Biron, κατοικία και άλλων γνωστών καλλιτεχνών, το οποίο αργότερα θα μετατραπεί σε Μουσείο Ροντέν. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του παντρεύεται τη Ροζέ Μπερέ και πεθαίνει στις 17 Νοεμβρίου του 1917 σε ηλικία 77 χρόνων.


                                                                         
                                                                             Δανάη


                                                                      Έρως και Ψυχή



                                                                                Σκέψη


                                                                              Το φιλί


                                                                         Ο αμαρτωλός

                                                                     άνδρας με σπασμένη μύτη


                                                                           Αδάμ και Εύα


                                                                 Ρωμαίος και Ιουλιέτα


                                                                        σκεπτόμενος


                                                              Οι Αστοί του Καλαί

(Το 1884, η πόλη του Καλαί αποφάσισε να τιμήσει τη μνήμη των έξι κατοίκων της, οι οποίοι, το 1346, κατά τη διάρκεια του Εκατονταετούς Πολέμου, δέχθηκαν εθελοντικά να θυσιάσουν τη ζωή τους για να σταματήσει η πολιορκία της από τον βασιλιά της Αγγλίας. Ο Εδουάρδος Γ΄ είχε ζητήσει να του παραδοθούν έξι επιφανείς πολίτες έτοιμοι να πεθάνουν, καθώς και το κλειδί της πόλης. Τελικά, η Γαλλίδα σύζυγος του βασιλιά τον έπεισε να τους χαρίσει τη ζωή. Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου του Καλαί απευθύνθηκαν στον Ροντέν για τη δημιουργία ενός μεγαλοπρεπούς ιστορικού μνημείου, αντάξιου της ανδρείας τους. Τελικά, το μνημείο εγκρίθηκε, χυτεύθηκε σε ορείχαλκο και το 1895 τοποθετήθηκε πάνω σε μαρμάρινο βάθρο και σε άλλο σημείο της πόλης. Το 1945, οι Αστοί του Καλαί μεταφέρθηκαν μπροστά στο δημαρχείο της πόλης και τοποθετήθηκαν σχεδόν στο επίπεδο του εδάφους, όπως είχε προτείνει ο Ροντέν).


 http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_18/03/2007_219596

Τέχνη & Ποίησις en-texnon.blogspot.com 

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Νικόλαος Γύζης, Nikolaos Gyzis (1842-1901)



Λοιπόν ας ελπίζωμεν και ας ζητούμεν να είμεθα εύθυμοι”

Ο Νικόλαος Γύζης είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και ανήκει στη σχολή του Μονάχου, μεταξύ των οποίων είναι και ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, ο Ιωάννης Αλταμούρας και άλλοι. Γεννήθηκε στο Σκλαβοχώρι της Τήνου και από μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του στη ζωγραφική. Οι δικοί του μετακόμισαν στην Αθήνα το 1850 και ως το 1864 φοιτά στο Σχολείο Τεχνών. Στο τέλος των σπουδών του, μέσω ενός φίλου του και επίσης σημαντικού ζωγράφου, Νικηφόρο Λύτρα, γνωρίζει τον πλούσιο φιλότεχνο Νικόλαο Νάζο, ο οποίος μεσολαβεί και του δίνεται υποτροφία από το Ευαγές Ίδρυμα του Ναού της Ευαγγελιστρίας Τήνου και συνεχίζει τις σπουδές του το 1865 στην Ακαδημία του Μονάχου. Μαζί του είναι και ο Λύτρας. Για να ανταπεξέλθει ο Γύζης στις δυσκολίες που του προκαλούν οι καθυστερήσεις της υποτροφίας του ζωγραφίζει μικρούς πίνακες, οι οποίοι αγοράζονται εύκολα και γρήγορα ενστερνίζεται το πνεύμα του Μονάχου, ώστε να χαρακτηρίζεται ο «γερμανικότερος των Γερμανών». Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Άνσουτς κι ακολούθησε ο Α. φον Βάγκνερ, στην τάξη του οποίου μπήκε τον Απρίλιο του 1867. Το 1870 σημειώνει σημαντική επιτυχία  με έναν πίνακα του κύκλου της Γερμανικής ηθογραφίας  με θέμα την “Εξέταση των σκύλων”. Το  1871 κερδίζει το ασημένιο μετάλλιο  της Ακαδημίας και χρηματικό έπαθλο για το έργο του “Ειδήσεις νίκης”. Αποκτά σπουδαία φήμη στη Γερμανία.
Το 1872 επιστρέφει στην Ελλάδα και μετά από ένα σύντομο ταξίδι στη Μ. Ασία με τον Λύτρα ξαναγυρίζει στη Γερμανία. Τον Αύγουστο του 1880 ανακηρύσσεται επίτιμο μέλος της  Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου και την Πρωτοχρονιά του 1881 αναγνωρίζεται επίσημα απ' την Ελλάδα. Το 1882 εκλέγεται καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου και στη Διεθνή Έκθεση βραβεύεται για την ''Αποστήθιση''. Από το 1884 αρχίζει να μελετά σε βάθος τη ζωή και το πνεύμα των αρχαίων. Το 1887 ζωγραφίζει το λάβαρο του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
 Ακολουθούν πολλές διεθνείς διακρίσεις και βραβεία, καθώς και το αργυρό μετάλλιο για το ''Δίπλωμα των Ολυμπιακών αγώνων'' (1896)  που είχε ως θέμα τον Ευαγγελισμό της Ελλάδας. Το καλοκαίρι του 1900 ο Γύζης αρρωσταίνει  από  λευχαιμία και τον Ιανουάριο του 1901 πεθαίνει στο Μόναχο.



                                            
                                                                     τα πρώτα γράμματα


                                                               αγόρι με κεράσια

                                                                          το γούρι


                                                                κορίτσι που παίζει


                                                                           ο κουρέας


                                                                     παππούς και παιδιά


                                                                         η αποστήθιση


                                                                   μητέρα και παιδί


                                                                       μικρό κορίτσι


                                                                   τ' αρραβωνιάσματα


                                                                              το τάμα


                                                                               Ιστορία


                                                                              αράχνη


                                                                       Ιδού ο Νυμφίος



Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Γιαννούλης Χαλεπάς, Giannoulis Halepas (1851-1938)



Όταν η πεντάχρονη ανεψιὰ του Κατερίνα καθόταν στα γόνατά του και χάιδευε τα πάλλευκα γένεια, τον παρακαλούσε: Παππού πές μου ένα παραμύθι». Και ο μαρτυρικὸς γέροντας απαντούσε: «Παραμύθι! Τί παραμύθι να σου πώ; Να, εγὼ ο ίδιος, είμαι παραμύθι». 


 Ο Γιαννούλης Χαλεπάς θεωρείται από τους κορυφαίους Έλληνες γλύπτες και τ' όνομά του συνδέθηκε με την ''Κοιμωμένη'', έργο μεγάλης αισθητικής και ομορφιάς που βρίσκεται στο Ά Νεκροταφείο Αθηνών και παριστά κόρη που κοιμάται τον αιώνιο ύπνο.
Γεννήθηκε στο χωριό Πύργος της Τήνου τον Αύγουστο του 1851. Ο πατέρας του διηύθυνε  ένα εργαστήρι μαρμαρογλυπτικής με παραρτήματα στη Σμύρνη,το Βουκουρέστι και τον Πειραιά. Μεγαλύτερος από τα πέντε αδέλφια του, προοριζόταν απ' τους δικούς του να γίνει έμπορος, αλλά εκείνος αντέδρασε θέλοντας να σπουδάσει γλυπτική. Μαθήτευσε απ' το 1869 έως το 1872 στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας και τον επόμενο χρόνο έφυγε με υποτροφία για να σπουδάσει στην ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Max Windmann μέχρι τις αρχές του 1876, όταν επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε δικό του εργαστήρι.
Το 1877 τελείωσε τον ''Σάτυρο'' και τον ίδιο χρόνο έλαβε την παραγγελία για την ''Κοιμωμένη'' του, για το επιτύμβιο της Σοφίας Αφεντάκη.

     "Στις αρχές του 1878 έρχεται στο ατελιέ του Γιαννούλη Χαλεπά, η κυρία Αφεντάκη για να του δώσει μια παραγγελία. Μαζί της έχει τη φωτογραφία μιας όμορφης κόρης... Μόλις έφυγε, αμέσως βάλθηκε να βασανίζει το μυαλό του, τι έργο να κάμει... Έτσι το τελείωσε, κατόπι το σκάλισε στο μάρμαρο και στα 1880 η "Κοιμωμένη", το άγαλμα που του έδωσε τη φήμη, βρισκόταν στη γνωστή θέση του -μ' αλίμονο δίχως την υπογραφή του- πάνω στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη".                     

Τον χειμώνα του 1877-78 ενώ δούλευε το κεφάλι ενός ''Σάτυρου'' και μια σύνθεση, τη ''Μήδεια'' έπαθε νευρική κρίση και αρχίζει να εκδηλώνει καταστροφικές τάσεις. Ενώ είχε σχεδόν ολοκληρώσει τη ''Μήδεια'' ξεσπά και κομματιάζει το γύψινο πρόπλασμά του. Είχε προηγηθεί ένας αποτυχημένος έρωτας με μια συγχωριανή του στην Τήνο και μαζί με την σωματική και πνευματική υπερκόπωση κατέρρευσε.

«Έκανα όλο Σατύρους. -καταγράφει τα λόγια του ο Στρατής Δούκας-. Τότε έκανα και το κεφάλι του Σατύρου που χάρισα στον ανιψιό μου. Κόντεψα όμως να τον χαλάσω κι αυτόν. Τι δεν του πέταξα για να τον σπάσω. Βλέπετε; Εδώ είναι πηλός που του πέταγα στα μούτρα κι εδώ μολυβιές και ξυσίματα με τα νύχια. Ήθελα να σταματήσω το σαρκαστικό του γέλιο, που με πείραζε. Πάνω στην τρέλα μου θαρρούσα πως με κορόιδευε» (Γιαννούλης Χαλεπάς, 1978, σ. 26)

 Επιχειρεί πολλές φορές ν' αυτοκτονήσει και οι δικοί του τον στέλνουν ένα μεγάλο ταξίδι και επισκέπτεται τη Ρώμη, τη Φλωρεντία, τη Νάπολι επειδή πίστευαν ότι η συνάντησή του με τα μεγάλα έργα τέχνης θ' αφύπνιζε το πνεύμα του. Υπήρξαν πράγματι στιγμές αναλαμπών, μόνο που ήταν πρόσκαιρες και έπειτα βυθιζόταν και πάλι στην ψυχική απομόνωσή του.
Η επιδείνωση της κατάστασής του θα τον οδηγήσει στον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και το 1902, μετά τον θάνατο του πατέρα του θα ζήσει έγκλειστος στον Πύργο υπό την επιτήρηση της μητέρας του. Κατά καιρούς επιχειρεί να ξαναδουλέψει, να δουλέψει με πηλό, να σχεδιάσει, αλλά η μητέρα του κατέστρεφε κάθε του προσπάθεια πεπεισμένη ότι υπαίτια της διαταραγμένης ψυχικής και πνευματικής του κατάστασης ήταν η τέχνη.
Μετά τον θάνατο της μητέρας του, το 1916, την ίδια μέρα κλείνεται στο υπόγειο, σκουπίζει τον χώρο και τον μετατρέπει σε εργαστήρι. Όταν τακτοποίησε το εργαστήρι βγήκε στα χωράφια και μάζεψε τον πηλό που είχε πετάξει η μητέρα του και άρχισε να ξαναδουλεύει. Όλα τα έργα της Τήνου είναι φτιαγμένα από κοκκινόχωμα και άμμο, υλικό που πάντοτε μάζευε μόνος του.
Από εκείνη τη μέρα αρχίζει μια καινούργια περίοδος στη δουλειά του, η οποία διαρκεί έως το 1930. Παράλληλα εκδηλώνεται η σκληρή κοινωνική στάση απέναντι στον καλλιτέχνη που θεωρούσαν παλαβό, τραυματίζοντάς τον με χλεύη, ειρωνεία και τέλεια εγκατάλειψη. Εκείνος χωρίς τη φροντίδα κανενός και ρακένδυτος ήταν κλεισμένος στο υπόγειό του και δούλευε τον πηλό που μάζευε μόνος του. Τότε απεγνωσμένος ζητά να φύγει απ' το σκληρό κοινωνικό του περιβάλλον και γράφει στον ανιψιό του, σύζυγο της επίσης ανιψιάς του Ειρήνης : «Αγαπημένε μου Βασιλάκη, θέλω να έλθω εις την Αθήνα να ξεκουραστώ λιγάκι, διότι εδώ κουράζομαι πολύ». Η Ειρήνη πήγε στην Τήνο, όπου τον βρήκε σε άσχημη κατάσταση. Έτσι τον Σεπτέμβρη του 1930 ήλθε στην Αθήνα στο σπίτι της Ειρήνης, όπου λίγο πιο δίπλα έφτιαξε το εργαστήρι του. Άρχισε να φτιάχνει έναν μικρό Οιδίποδα, τον οποίο αργότερα μεγάλωσε, καθώς και τον ''Άγγελο'' της Πολίτου και την ''Αναπαυομένη''. Τ' αγαπημένα θέματα που επαναλαμβάνει ως τα βαθειά γηρατειά είναι η ''Μήδεια'', ο ''Σάτυρος και ο Έρως'', το ''Παραμύθι της Πεντάμορφης''. Στη δουλειά του δε χρησιμοποιούσε εργαλείο, αλλά δούλευε με το δάχτυλο. Κοντά στους δικούς του έζησε, μέχρι το 1938 μια τελευταία περίοδο δημιουργίας και δόξας, καθώς πήγαιναν στο εργαστήρι του πολλοί καλλιτέχνες, λόγιοι, δημοσιογράφοι για να τον γνωρίσουν. Στα 87 του χρόνια, το 1938 χτυπήθηκε από ημιπληγία και λίγο αργότερα πέθανε.

''Κοίταξε επίμονα για τελευταία φορά, σαν όλα τα δημιουργήματά του να είχαν ζωντανέψει και τον περικύκλωσαν, φίλησε με περιπάθεια την αγαπημένη ανιψιά του, χαμογέλασε με απέραντη καλοσύνη κι έκλεισε τα μάτια για πάντα". Πέθανε στις 15 Σεπτέμβρη.
   
"Ο κύκλος των ημερών του είχε συμπληρωθεί. Η τελευταία στιγμή έφθασε, σβήνοντας απαλά, απ' τα κουρασμένα μάτια του, το πρόσκαιρο τοπίο της ζωής. Ο Χαλεπάς απ' αυτή τη στιγμή υπάρχει σαν θρύλος. Είναι ο καλλιτέχνης που έζησε τη ζωή του πλήρη, τρυγώντας ώς τον πάτο το ξέχειλο ποτήρι του πόνου και της δημιουργικής χαράς, που του πρόσφερε η αδυσώπητη μοίρα του. Ο μεγαλοφυής καλλιτέχνης με το καλλιτεχνικό δαιμόνιο, που δεν υποτάχτηκε στους συμβιβασμούς, δεν προσκύνησε τη δύναμη. Επαναστάτης στα καθιερωμένα, στερημένος από κάθε απόλαυση, ολιγαρκής και ασκητικός, ακούραστος μόνο στις ανώτερες προτροπές του πνεύματος, ήταν επόμενο να μαρτυρήσει. Έζησε κι απέθανε όπως οι όσιοι, ακτήμων, με μόνη του περιουσία τα πήλινά του προπλάσματα, συλλήψεις μες από τις αστραπές της φαντασίας του και τις φλόγες ενός έρωτα ανικανοποίητου", έγραψεν ο Στρατής Δούκας στο βιβλίο του "Ο Βίος Ενός Αγίου". "Ο Χαλεπάς είναι ο νεοέλληνας καλλιτέχνης που, μ' όποιον όνομα και να τον καλέσουμε, θα 'ταν κατώτερο από τη μεγαλοσύνη του".





                                                                           Κοιμωμένη 


                                                                     Σάτυρος και έρως 



                                                                       άγγελος καθιστός



                                                                         φιλοστοργία 



                                                                              αρχάγγελος 


                                                                           προσευχομένη 


                                                                   Οιδίποδας κ Αντιγόνη

    
                                                                   μεγάλη αναπαυομένη



                                                παραμύθι της πεντάμορφης                                       (λεπτομέρεια)

  
                                                                             Μήδεια