Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Τι λοιπόν; (Γεώργιος Δροσίνης)


Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;

Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,
τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;

Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Στερνό μας απόρριμα
το κορμί που σκορπιέται και λιώνει;

Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζει;

Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ’ αυγής είναι πέρα
κι αντί να ‘ρθει μια νύχτ’ αξημέρωτη
ξημερώνει μι’ αβράδιαστη μέρα;

Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;


Γεώργιος Δροσίνης


Detail of the Anastasis fresco, church of the St. Savior in Chora, Parekklesion



πηγές για Δροσίνη: Γεώργιος Δροσίνης


Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Αισιοδοξία

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.


Κώστας Καρυωτάκης, Τελευταία Ποιήματα




Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

Άνεμος του Νοεμβρίου

Τώρα όμως βράδιασε.
Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;
Ποιοί είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε κανείς την πόρτα μας
κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί.
Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου.
Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί,
ένα χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι.
Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση
πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων
που δεν πρόφτασαν ν’αγαπήσουν.
Ώσπου στο τέλος δεν μένει παρά μια θολή ανάμνηση
από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε
και κανείς δεν θα μας θυμηθεί.

Τάσος Λειβαδίτης


Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τί κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ; Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα ένα χτες ή ένα αύριο όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’αγαπήσουν. Ώσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση απ’το παρελθον (πότε ζήσαμε;) και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δε θα μας θυμηθεί. Τάσος Λειβαδίτης

Διαβάστε περισσότερα στο: www.ithaque.gr

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Σαρλ Μπωντλαίρ, Charles Baudelaire - ΒΟΛΕΣ (αποσπάσματα)

VI

Η Μουσική σκάβει τον ουρανό.

Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ έλεγε ότι κάθε φορά που έμπαινε σ'ένα καφενείο ένοιωθε μιαν αόριστη ταραχή. Για μία φύση συνεσταλμένη, ένας έλεγχος εισιτηρίων στο θέατρο φαντάζει λίγο σαν το δικαστήριο του Κάτω Κόσμου.

Η ζωή δεν έχει παρά μία μόνο αληθινή μαγεία. Τη μαγεία του Παιχνιδιού. Αν όμως μας είναι αδιάφορο να κερδίσουμε ή να χάσουμε;

VII

Τα έθνη δεν έχουν μεγάλους άνδρες παρά μόνον ερήμην τους, όπως οι οικογένειες. Βάζουν τα δυνατά τους για να μην έχουν. Κι έτσι, ο μεγάλος άνδρας, για να υπάρξει, χρειάζεται να διαθέτει μια δύναμη ισχυρότερη από τη δύναμη αντίστασης που αναπτύσσουν εκατομμύρια άτομα.

Για τον ύπνο, αυτή τη θλιβερή περιπέτεια κάθε νύχτας, μπορούμε να πούμε ότι οι άνθρωποι αποκοιμιούνται καθημερινά μ'ένα θάρρος που θα'ταν αδιανόητο, αν δεν γνώριζαν ότι είναι καρπός της άγνοιας του κινδύνου.

Υπάρχουν επιδερμίδες καύκαλα που η περιφρόνησή σου γι'αυτές δεν είναι καν εκδίκηση.

VIII

Τούτα τα όμορφα και μεγάλα καράβια, που λικνίζονται ανεπαίσθητα πάνω στα ήρεμα νερά, τούτα τα γερά σκαριά που μοιάζουν αργόσχολα και νοσταλγικά δεν μας λένε σε μια γλώσσα βουβή : πότε αναχωρούμε για την ευτυχία ;

XI

Όπως διέσχιζα τη λεωφόρο, κάπως βιαστικά για να αποφύγω τις άμαξες, το φωτοστέφανό μου ξεκόλλησε κι έπεσε μέσα στη λάσπη του σκυρωτού δρόμου. Ευτυχώς πρόλαβα να το μαζέψω. Αλλά ένα λεπτό αργότερα γλίστρυσε μέσα στο μυαλό μου τούτη η άθλια σκέψη, ότι ήταν κακός οιωνός. Κι έκτοτε η ιδέα δε λέει να με εγκαταλείψει. Δε μ'άφησε στιγμή σε ησυχία όλη μέρα.

Υπάρχει στην πράξη του έρωτα μια μεγάλη ομοιότητα με το βασανιστήριο, ή με μια χειρουργική επέμβαση.

Υπάρχει στην προσευχή μια μαγική λειτουργία. Η προσευχή είναι μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της νοητικής δυναμικής. Εμπερικλείει κάτι σαν ηλεκτρική υποτροπή.

Κάποιος πάει για σκοποβολή, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του. - Στοχεύει μία κούκλα και λέει στη γυναίκα του : Φαντάζομαι ότι είσαι εσύ. - Κλείνει τα μάτια και ρίχνει κάτω την κούκλα. - Έπειτα λέει φιλώντας το χέρι της συντρόφου του : Αγαπημένε μου άγγελε, πόσο σ'ευχαριστώ για την ευστοχία μου!

XIV

Τι πιο παράλογο από την Πρόοδο, αφού ο άνθρωπος όπως τούτο αποδεικνύεται από τα καθημερινά γεγονότα παραμένει πάντα όμοιος και ίσος με τον άνθρωπο, που σημαίνει με την άγρια κατάσταση. Τι είναι οι κίνδυνοι του δάσους και του χειμώνα μπροστά σε καθημερινές κρίσεις και συγκρούσεις του πολιτισμού ; Είτε ο άνθρωπος αγκαλιάζει το θύμα του στον δρόμο είτε τραυματίζει τη λεία του σε άγνωστα δάση, δεν παύει να είναι ο αιώνιος άνθρωπος, ήτοι το πιο τέλειο αρπακτικό.





XV

Όσο για μένα, που μερικές φορές νοιώθω μέσα μου τη γελοιότητα ενός προφήτη, ξέρω ότι δε θα βρω ποτέ εκεί τη φιλευσπλαχνία ενός γιατρού. Χαμένος μέσα σε τούτο τον φαύλο κόσμο, συνωθούμενος από τα πλήθη, μοιάζω με άνθρωπο αποκαμωμένο που το βλέμμα του δεν αντικρίζει προς τα πίσω, στα βάθη των χρόνων, παρά μόνο μια θύελλα που δεν κουβαλά μέσα της τίποτα το καινούργιο, ούτε μάθηση, ούτε πόνο. Τη βραδιά που αυτός ο άνθρωπος έκλεψε από τη μοίρα μερικές στιγμές απόλαυσης, γαληνεμένος καθώς χωνεύει, επιλήσμων - όσο είναι αυτό δυνατό - του παρελθόντος, ευχαριστημένος με το παρόν και αποδεχόμενος το μέλλον, μεθυσμένος από την ψυχραιμία του και τον δανδισμό του, περήφανος που δεν είναι το ίδιο ποτραπός με αυτούς που περνούν, λέει στον εαυτό του χαζεύοντας τον καπνό του πούρου του : Τί με νοιάζει εμένα πού θα καταλήξουν όλες αυτές οι συνειδήσεις ;

Από το βιβλίο , Σκιές στο Φως.

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

Κατερίνα Γώγου




 ''Μπερδεύω πού σταματάει το όνειρο και πού αρχίζει η αλήθεια....''

Η κόρη της ήταν ακόμα παιδί, έμεναν σε ένα μικρό, άδειο διαμέρισμα, πεινούσε, κρύωνε και έγραφε ποιήματα όχι στη γραφομηχανή, αλλά με μολύβια που έσπαγαν στο χαρτί. Σκεφτόταν τότε πως κάτω από αυτές τις συνθήκες τα ποιήματα δεν της ανήκαν. << Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω ''ποιητής''....>>


''Τον μήνα των κερασιών. 1 Ιουνίου γεννημένη.''

Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα. Από πέντε χρονών εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους. Τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από τον ελληνικό εμφύλιο και τις μετέπειτα συνέπειες που αυτός είχε στην ελληνική ψυχοσύνθεση δεκαετίες μετά. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και στις σχολές χορού των Πράτσικα, Βαρούτη και Ζουρούδη. Συμμετείχε σε διάφορες ταινίες της Φίνος Φιλμ,στο θέατρο και σε άλλες επιλεγμένες ταινίες, του συζύγου της Π.Τάσσιου, αλλά και φίλων της σκηνοθετών όπως ο Γιώργος Κορδέλας, ο Α.Θωμόπουλος με την ταινία Όστρια στης οποίας το σενάριο συνέβαλε και η ίδια. Αργότερα όμως, από το 1978, στράφηκε κυρίως στην ποίηση.
Η ποίηση όπως είχε εξομολογηθεί και η ίδια ήταν το λιμάνι της. Η διέξοδος της έκφρασής της απέναντι στην απομόνωση όχι μόνο από την μικροαστική κοινωνία, αλλά σταδιακά από τον κύκλο των φίλων της, αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό. Μία διέξοδος από την αυτοκτονία. Στην τελευταία της ποιητική συλλογή χρησιμοποιεί την έκφραση ''νεκρή ζωντανή'', μία αέναη όπως αποδείχτηκε, συμπόρευση ζωής θανάτου με τον θάνατο τελικά να επικρατεί το φθινόπωρο του 1993.

'' Καταμεσίς της θάλασσας, χωρίς σκαρί, χωρίς συντρόφους και πανιά, στ' απόκρημνα νερά, χωρίς, σ' εμένα γυρισμό, μόνο να ταξιδεύω...''


Το 1978 δημοσιεύεται η πρώτη της ποιητική συλλογή Τρία Κλικ Αριστερά. Η γλώσσα είναι σχεδόν αφηγηματική με το λεξιλόγιο να είναι απτό, καθημερινό και οι εκφράσεις σκληρές και τραχιές. Ασκεί δριμύ κριτική στον καπιταλισμό και στην μικροαστική κοινωνία της εποχής της, όχι όμως με τρόπο αποστειρωμένο, αλλά γνήσιο και επιθετικό απέναντι στον αστυνομισμό και στην κρατική εξουσία.

Αυτός εκεί
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι' αυτό και 
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
 σε έναν αόριστο θάνατο.

Ακολουθεί το 1980 η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο Ιδιώνυμο. Η γραφή της το ίδιο πολιτικοποιημένη, όμως με έναν τόνο αγανάκτησης και παραπόνου για την απαξίωση και την εξαθλίωση των συνοδοιπόρων της αγωνιστών στο προστατευόμενο κρατικά κλίμα της Μεταπολίτευσης.

Είπανε για κείνο τον αρχάγγελο
που έπεσε ξαφνικά στο μπαλκόνι μας
την Τρίτη 21  Μαΐου του 78
πως ήταν αλκοολικός.
Περνούσε λέει άμα νύχτωνε
από όλα τα μπαρ της Αθήνας
και γινότανε φέσι.
Και το πρωί σαν χάραζε είπανε
γύριζε λέει στους συναγγέλους του
και στ' άστρα ματιασμένος.
Λέγανε ακόμα οι άνθρωποι
πως ήτανε αναρχικός.
Γι' αυτό άλλωστε είχε και μαύρες φτερούγες.
Η αλήθεια είναι
πως ούτε εγώ ούτε η Μυρτώ τρομάξαμε
παρόλο που για πρώτη φορά μας
βλέπαμε αγγέλους.
Εγώ ντροπιάστηκα μόνο
που είχα τις γλάστρες απότιστες
και τα γόνατα του παιδιού λερωμένα.
Με ρώτησε θυμάμαι γελαστός
αν πίστευα στα μάτια μου αν πίστευα στους αγγέλους.
Και εγώ του είπα σοβαρά πώς όχι.
Ε τότε - μου είπε - δε θα πετάξεις ποτέ.
Και μου έβαλε ένα δαχτυλίδι στο χέρι
να με θυμάσαι άμα νυχτώνει μου είπε.
Έκανε έπειτα κάνα δυο φορές έτσι
για να ζεστάνει τις φτερούγες του ανοίξανε
και χάθηκε πάνω από την πόλη.
Από εκείνη την Τρίτη λοιπόν
ένιωσα πιο μόνη μου από όλα τα χρόνια.
Κι ούτε που ξαναμίλησα με τους ανθρώπους πια.
Κι αν δεν ήταν το δαχτυλίδι στο χέρι μου
και τα φώτα ν' αναβοσβήνουν σαν την καρδιά μου
θα' λεγα πως έφτιαξα πάλι σενάριο
με το κουρασμένο μυαλό μου.
Την νύχτα θα ξαναπάρω σβάρνα τα μπαρ.
Μπορεί να τον τρακάρω...

 
 Οι επόμενες συλλογές της είναι περισσότερο εσωστρεφείς, ένας εσωτερικός μονόλογος με μοναδικό σκοπό κάποτε να ξεσπάσει. Το τρίτο της βιβλίο είναι το Ξύλινο Παλτό, μία εκτεταμένη  καταγραφή σκέψεων με εικόνες, ακόμη περισσότερο έντονες, που απηχούν την συνείδηση του Εγώ.

(...) και εγώ, πώς μου' ρθε να γράψω ποιήματα ακόμα πιο πολύ δεν έχω τόπο να σταθώ και με το ίδιο παιδικό παράπονο κοτζάμ γυναίκα τώρα όλο να ντρέπομαι και πρέπει ακόμα να σκληρύνω και τώρα δεν έχω τί άλλο να πώ σπάνε τα κομμάτια μας σαν αστραπές στον ουρανό και πάντα όλοι να μας διατάζουνε διαλυθείτε ησύχως όμως κι έτσι που μ' οξυγονοκολλήσανε δεμένη χειροπόδαρα σε τούτη τη ζωή σε τούτη την καρέκλα έτσι και της χώσω μια στον ουρανό - κοίτα ψηλά - θα πιάσει να βρέχει...


ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΣΠΑΣΑΝΕ
ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ

Κουρελιασμένοι απ' τα αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δώ και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι 
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις...




Η επόμενή της συλλογή τιτλοφορείται Απόντες (1986), με φωτογραφίες διαδηλωτών, μία ίσως πιο ενδοσκοπική ματιά στους ''απόντες'' των πόλεων, αυτούς που ακόμη ζουν.


ΣΠΟΝΔΗ

Στο Σημείο
που όσο πλησιάζω
απομακρύνεται
Στο Σημείο
που όσο σκοτεινιάζει 
αναδύεται
Στο Σημείο
που κρατάω στη χούφτα μου
κι άμα πάω να στο δείξω
υδρατμός αγάπης γίνεται
και εξανεμίζεται
Στο Σημείο που ονομάζω
- Εσύ - Εγώ -
εγγράφω όλους τους φόνους
ποδοπατημένων χορταριών.
Ν' ανθίσει.


Το επόμενο βιβλίο της είναι Ο Μήνας των Παγωμένων Σταφυλιών (1988). Αποτελείται από μερικούς στίχους μόνο. Η αυξανόμενη αγωνία για το τέλος ή τη σωτηρία είναι πιο διάχυτη από ποτέ. Όλο το βιβλίο μοιάζει σαν ένα ολόκληρο ποίημα. Μεγάλα κενά, κομματιασμένη γραφή με μικρές ανάσες.

Και ήρθε - και χάμω - στα γόνατα έπεσα
και χωμάτινος βόλος έγινα
και μέσα μου κύλησα 
και σε μια ανάσα της ψυχής μου
που είχε μείνει φεγγερή 
- εκεί ακούμπησα -
κι έκλαιγα νερό. Νερά πολύ.

Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα - λέπια- γοργόνα έγινα
κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ...


Το 1990 δημοσιεύει το έκτο της βιβλίο με τίτλο Νόστος, το οποίο είναι γραμμένο σε ψυχιατρική κλινική. Πεζά με ποιητικό ύφος με μία μεταφυσική ατμόσφαιρα.

Θα μπορούσε αυτό το σπίτι εξωτερικά τουλάχιστον, να είναι γαλήνιο, αν δεν ήταν, μέρα μεσημέρι, το έξω φως της πόρτας αναμμένο. Τα φώτα αναμμένα την ημέρα μου δημιουργούν ένα βαρύ, καταθλιπτικό συναίσθημα. Αρχίζει με ταχυπαλμία για να φτάσω να μη χτυπάει καθόλου η καρδιά, ύστερα σταυρώνω τα χέρια και πεθαίνω, αλλά δεν είναι, γιατί βλέπω πολύ καθαρά διάφορα πελώρια ζώα να κάνουν έρωτα στο κρεβάτι. Ίσως ξεκινάει από τα φώτα των αυτοκινήτων, για να γίνουν ορατά, με κάποιον ετοιμοθάνατο μέσα. Είχα τύχει σε ένα χοντρό μποτιλιάρισμα στην Αλεξάνδρας, κάποιος οδηγούσε μεθυσμένος στην αντίθετη λορίδα και μπλοκάρισε όλη την περιοχή. Και μέσα σ'ενα ταξί. με τα φώτα όλα αναμμένα, μια κυρία, μητέρα, κράταγε με ένα ματωμένο μαντίλι τα σαγόνια ενός παιδιού καθώς κοίταζε έξω. Πιστεύω πως με χαιρέτησε.
Τώρα, στο σπίτι που με έχει κρύψει η φίλη μου, σβήνω πάντα το φως και τριγυρνάω συνέχεια μ' ένα μικρό καφέ κερί, να περάσω μέσα από τη λίμνη χωρίς να σβήσει η φλόγα του, σ' έναν παλιό νοσταλγίας καθρέφτη.


Το τελευταίο της βιβλίο Με λένε Οδύσσεια (2002) δημοσιεύεται πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της, όπου περιγράφεται η παραμονή της στο ψυχιατρείο, οι ενοχές της απέναντι στα αγαπημένα της πρόσωπα, μία προσπάθεια για μια νέα αρχή αλλά και μία κούραση ή ματαίωση από αυτήν για εκείνη υπερπροσπάθεια.

Πάει, Οδυσσέα, το έκτο γραφτό.
Γραφτό που είδε τον ήλιο
μέσα σε άσυλο
με διαμαντένια κορόνα σμιλεμένο.
Ε, καρδιά τ' ουρανού
βοήθησε
χρέος υπέρτατο 
το έβδομο της ψυχής αποτύπωμα
στα μελανά πόδια της γης
σ' ένα έλατο, σ' ένα πλατάνι
ή σε γερό ποτάμι που πάει
σ' ωκεανό να φτάσει αφημένο.
................................................
....... μια χορδή από ήλιου φως... 




Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιείς κι όπως πάντα μεθύσεις
μην πείς ποτέ πώς μ' αγάπησες
Δε θ' άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω...


Κατερίνα.





πηγή : Κατερίνα Γώγου, Έρωτας Θανάτου, Αγάπη Βιργινία Σπυράτου, εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 2007.
http://gwgou.page.tl/ 


Τέχνη & Ποίησις 



Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Πωλ Ελυάρ, '' Έλληνα λαέ ''




ΑΘΗΝΑ

Έλληνε λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτά σου για την λευτεριά και την δικαιοσύνη
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου

Βασιλιά λαέ δε σε απειλεί ο θάνατος
Στον έρωτά σου είσαι όμοιος είσαι αγαθός
Και το κορμί σου και η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας  βάζοντας τον δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα

Και την ελπίδα όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δε βολεύεται
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ
Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του λαού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας και η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί και η λευτεριά

Η λευτεριά όμορφη με την ηλιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και απ' τους εχθρούς μας όλους

                                                              9 Δεκέμβρη 1944

πηγή : http://anasintaxi.awardspace.com/141.htm




Να ειπωθούν όλα

Το παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξεις
Και μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρρος
Ονειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μου
Εχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωτα
Τους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούς
Το χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώνα
Το κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώρια
Μαζί μ΄ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζει
Και κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζει
Την ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένο
Το πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο
Και το πλήθος πιο δυνατό απ΄ τη σκιά του την ακάθαρτη
Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ΄ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλων
Και το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότητα
Τον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα
Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη





Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Γιώργος Μπλάνας (1959-2024 )

Ο Γιώργος Μπλάνας (γενν. 1959 στην Αθήνα) είναι έλληνας ποιητής, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Ζει κι εργάζεται στο Αιγάλεω, όπου και μεγάλωσε. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και ηλεκτροτεχνία και εργάστηκε μεταξύ άλλων ως βιβλιοθηκάριος και διαφημιστής. Το 1987 ντεμπουτάρισε στην ελληνική λογοτεχνία κυκλοφορώντας τη συλλογή "Η Ζωή Κολυμπά σαν Φάλαινα Ανύποπτη πριν τη Σφαγή". Το 2003 ήταν υποψήφιος των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για το ποίημα "Επεισόδιο". Αρθρογραφεί συχνά στον αθηναϊκό τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ διατηρεί τη στήλη "Εγκυκλοπαίδεια Τεράτων" στο περιοδικό Γαλέρα σε εικονογράφηση Κώστα Κυριακάκη.



Ό,τι έχει το χρώμα της θάλασσας σου μοιάζει.
Ακολουθούν: τα νησιά,
με το πράσινο τρίχωμα των βράχων να σαλεύει στο βυθό,
οι ακρογιαλιές, πιο πέρα τα δέντρα βουβά
στις ποδιές των βουνών
κι ακόμα μακρύτερα οι πόλεις
ξαπλωμένες σαν γιγάντια γατιά στις απλωσιές:
δρόμοι, πλατείες, σπίτια, δωμάτια, κρεβάτια, εσύ
να κοιμάσαι μέσα σε θύελλες σεντονιών
κι ο ύπνος σου: διάφανο βότσαλο στο δέρμα των νερών.



 Η Αναπόφευκτη Ανθηρότητά Σου,
 αποσπάσματα
 
Τώρα, Κύριε, γνωρίζω πως ήταν η μορφή σου
μες στη γλυκειά παράδοση του δειλινού.
Θυμάμαι τον πατέρα μου όρθιο στην πόρτα της αυλής,
με τ’ ανθηρά του χέρια να θροΐζουν
στις τσέπες του παντελονιού.
Δε σκέπτεται τίποτε ή το πολύ-πολύ
πως θα πρέπει να μπαλώσει τη σκεπή
τώρα που άνοιξε ο καιρός.
Κι όμως, κάτι σε κείνο το βαθύ
γαλάζιο του απογεύματος τον πείθει
πως νίκησε το θάνατο -
κάτι σαν αίσθηση άνεσης
μέσα στα φρεσκογυαλισμένα του παπούτσια.

Αφέθηκα στα ξύλινα χέρια σου,
ακούγοντας το χρόνο να δουλεύει
με βουλιμία στης νύχτας την καρδιά.
Μικρή παρηγοριά
τα δύσκαρπά σου δάχτυλα κι ακόμη
μικρότερη η απαντοχή των λιγοστών σου φύλλων.
Όμως δεν πέρασε ποτέ απ΄ το νου μου
πως θα μπορούσα να χαθώ σ’ αυτόν τον κόσμο,
πλανούμενος σ’ ένα δάσος αυτόχειρων προσδοκιών.
Όμως δε σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε
όλη αυτή η επίμονη κατεργασία του χρόνου να κενώσει
πίστεις και βεβαιότητες,
σχήματα, χρώματα κατακτημένα.
Αφέθηκα, δε σκέφτηκα, μ’ ακόμη ελπίζω
στην αναπόφευκτη ανθηρότητά σου.

Χάνομαι τώρα· με τρομάζει
κάθε του φύλλου κίνημα και κάθε
του άνεμου στεναγμός με συνταράζει.
Πώς γίνομαι έτσι αδύναμος
μπρος στην αφεύγατη παρουσία του χρόνου;
Σπέρνω θανάτους στα όνειρα μου και πασχίζω
να κρατηθώ απ’ την απάθεια των βλαστών.
Τσιρίζεις όμως άξαφνα την αγωνία του αγριμιού
κι όταν ζυγώνει ο πανικός,
λυσσομανώντας κάμαρες πεισματικά βουβές,
χάνεσαι απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα των ημερών μου.
























Νύχτα, αποσπάσματα

Κάποτε, κάπου, όμως: σε χρόνο καίριο,
σάμπως τα λόγια να ’χουν τον καιρό τους·
κι ένας, που νομιζότανε πουλί στις φυλλωσιές,
κι άλλος, που συχνογύριζε ’λάφι στις ερημιές,
ακούνε τη φωνή τους.
Μα εγώ μονάχα που άκουγα
ό,τι από τις σκέψεις μου έφερν’ η ακοή τους.

Κάποτε θα ’φευγες, και θα ’μουν
εγώ που θα σου το ζητούσα.
Ξέρεις, καθένας έμαθε
κάποτε, κάπου, μια φορά,
ένα μονάχα τρόπο να ’ναι ·
τ’ άλλα κουβέντες άχρηστες,
μια θλιβερή περιφορά
σε δειλινά που αρνήθηκαν
κάποτε, κάπου, μια φορά,
να μας συντρίψουν.
(Κι όμως, καθένας έμαθε
να νοσταλγεί τη συντριβή του.)
Κάποτε θα ’φευγες · πως ήταν
κάποια στιγμή που φάνηκε να σμίγουν
δρόμοι σαφώς ασύμβατοι, δεν έχει σημασία:
νύχτα, κι η νύχτα, μια φορά
τουλάχιστον, θα κάμψει την κάθε διαφορά.
Όσο για μας: αυτό που φεύγει και μακραίνει
διαφέρει κατά συντριβή
απ’ ό,τι φεύγεται και μένει.

Να ’ξερες μόνο τι σου λέω!
Μια στιγμή πριν μ’ αφανίσει
κείνο το πολυπόθητο σκοτάδι που δερόταν
στην αγκαλιά της, πέρασε μπροστά μου
το φάσμα του προσώπου σου, να εκλιπαρεί το θάνατο μου.
Κι ω, θαύμα! Αντί να ταραχτούν
τα μέλη μου, γυρεύοντας τον τρόμο να ξεφύγουν,
κάτι μέσα μου πήδησε ψηλά, ώστε να δω
το σώμα μου να χάνεται σ’ ένα βυθό αβάσταχτα δικό σου».
Έτσι σκεπτόμουνα, ώρα πολλή, κρατώντας
τα χέρια της ακίνητα μες στα δικά μου,
μη καμιά κίνηση παρα-
μικρή των πολυστέναχτων δακτύλων της με πλήξει
σαν να ’ταν πια η ψυχή μου κάτι ολότελα προσωπικό,
κι η επίμονη σιωπή μου λόγια
που μαρτυρούσαν ένα πάθος
πάντα ειπωμένο απλά και πάντα γλυκύτατα βουβό.





























                                                                                                                  Η Ζωή Κολυμπά Σαν Φάλαινα Ανύποπτη Πριν Τη Σφαγή

Η αγάπη τρέφει τη ζωή,
ο θάνατος πορεύει την αγάπη.
Σέρνουν οι πόθοι την τυφλή
καρδιά τους σ’ ένα τόπο τυφλό,
πληθαίνοντας τους ίσκιους του χρόνου,
τσιρίζοντας μια γλώσσα θερισμένη
απ’ την αλύπητη ταχύτητα του πάθους.
Πάνω, σκοτάδι μουγκό:
η σάρκα του κήτους, θολή
και πιο πάνω, ψηλά: η γαλήνη
να λιάζεται σαν γάτα γκαστρωμένη
στα σκαλιά του Παραδείσου.


Ποίηση και Φιλοσοφία, άρθρο Γιώργου Μπλάνα


Πηγή για Γιώργο Μπλάνα : http://www.poiein.gr/archives/1521/index.html



Τέχνη & Ποίησις en-texnon.blogspot.com/

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Ντίλαν Τόμας, Dylan Thomas (1914-1953)



«Η ποίηση είναι η διήγηση της ζωής που παλεύει να βρει λίγο φως»


 Ο Ντίλαν Τόμας γεννήθηκε το 1914 στο Σουόνσι της Ουαλίας, ένα λιμάνι από όπου ο ποιητής θα γνωρίσει τη ζωή των ψαράδων, των ανθρακωρύχων, τη ζωή των φτωχών εργατών. Οι εικόνες αυτές επανέρχονται στην ποιητική του διαδρομή, ήδη από την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, όταν συνέθετε ποιήματα εξαιρετικής ωριμότητας που αναδείκνυαν μια οξυμένη αντίληψη της αγγλικής γλώσσας.
Τα χρόνια που ακολουθούν διαβάζει ακατάπαυστα. Τα διαβάσματά του εκτείνονται από τον Τόμας Μπράουνινγκ, τον ντε Κουίνσι και τον Μπλέικ, στον Μάρλοου, τον Τσαμς, τους Εικονιστές, τη Βίβλο, τον Πόε, τον Κιτς, τον Λόρενς, σκωτσέζικες μπαλάντες και λαϊκούς θρύλους και αργότερα τον Σαίξπηρ. 
Παράλληλα, γράφει τα πρώτα του ποιήματα κάνοντας πειράματα με τις λέξεις. Το 1934 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «18 ποιήματα». Στο μεταξύ μετακομίζει στο Λονδίνο, έναν μόλις μήνα πριν την έκδοση των «18 ποιημάτων». Είχε επενδύσει σχεδόν τα πάντα στην αποδοχή του έργου του από τους κριτικούς και όταν εκείνοι το απέρριψαν οδηγήθηκε στην αυτοκαταστροφή του, με μια γενικευμένη παραίτηση από τα πάντα. Το αλκοόλ μετατρέπεται σε αδιαπραγμάτευτο πάθος μέχρι τέλος. Αυτές, ωστόσο, οι εμπειρίες του θα λειτουργήσουν μάλλον ευεργετικά για την ποίησή του στην οποία επανέρχεται και δύο χρόνια αργότερα εκδίδει τα «25 ποιήματα», με τα οποία θα κερδίσει εν μέρει τους κριτικούς, αλλά κυρίως θα υιοθετήσει οριστικά πια και με σιγουριά ένα καθαρά προσωπικό ύφος.
Το 1937 παντρεύεται την Caitlin. Στην αρχή του έγγαμου βίου περνάει μέρες ανείπωτης χαράς και δύο χρόνια μετά κυκλοφορεί η αριστουργηματική συλλογή «Ο χάρτης της αγάπης», ενώ παράλληλα κάνει δουλειές του ποδαριού και κάποιες διαφημίσεις για το ραδιόφωνο. Όμως, η μόνιμη φτώχεια γίνεται ακόμα πιο πιεστική, αφού η οικογένεια του ζευγαριού μεγαλώνει και τα τρία παιδιά επιβαρύνουν σημαντικά τα έξοδά τους. Ώσπου, ξαφνικά το 1940, του αναθέτουν μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα τον κάνει διάσημο. Έτσι, η τέταρτη συλλογή του «Θάνατοι και Είσοδοι», που δημοσιεύεται το 1946, κερδίζει το αναγνωστικό κοινό κάνοντας τεράστιες πωλήσεις. Η επιτυχία και η απήχηση του έργου του έχουν πλέον πάρει την ανιούσα, σε αντιδιαστολή με την κλονισμένη από το αλκοόλ υγεία του, που παρουσιάζει προβλήματα. Το 1950 του προτείνουν να κάνει μια περιοδεία απαγγελιών στην Αμερική και ακολουθούν άλλες δύο, το 1952 και '53. Πεθαίνει όμως ξαφνικά ύστερα από καταπόνηση του οργανισμού στις 9 Νοεμβρίου 1953 στη Νέα Υόρκη από αλκοολική τοξίνωση.




                          Η όψη της αλήθειας


Τούτη την όψη της αλήθειας,
ίσως δεν βλέπεις, γιε μου,
βασιλιά των γαλανών ματιών σου
στην εκτυφλωτική πατρίδα της νιότης,
πως όλα χαλάσματα είναι,
κάτω από τους αδιάφορους ουρανούς,
από αθωότητα κι ενοχή
πριν σκιρτήσεις 
για ένα νεύμα της καρδιάς ή της κεφαλής,
όλα συναγμένα και σκορπισμένα είναι
μέσα στη σαβανώτρα σκοτεινιά
σαν την τέφρα των νεκρών.
Το καλό και το κακό, δυο δρόμοι
για να ζυγώσεις τον θάνατό σου
Πλάι στην αλέστρα θάλασσα,
βασιλιά της καρδιάς σου σε μέρες τυφλές,
ξεφυσούν σαν αναπνοή,
οδύρονται μέσα από σένα κι από μένα
και τις ψυχές όλων των ανθρώπων
μες στο αθώο
σκοτάδι, και το ένοχο σκοτάδι, και τον καλό
θάνατο, και τον κακό θάνατο, και μετά
την ύστατη στιγμή
Ππτούν σαν το αίμα των άστρων
Σαν τα δάκρυα του ήλιου,
σαν το σπέρμα της σελήνης, απομαζώματα
και φωτιά, η ιπτάμενη μεγαληγορία
του ουρανού, βασιλιά των έξι σου ετών.
Κι η βασκανία,
από την απαρχή των φυτών
και των ζώων και των πουλιών,
Ύδωρ και Φως, γη κι ουρανός,
ασκείται πάνω σου πριν κινηθείς,
και όλες σου οι πράξεις κι οι λέξεις,
κάθε αλήθεια, κάθε ψέμα,
πεθαίνουν στην αδογμάτιστη αγάπη.

























                                                                                                                 Σαν ξύπνησα


Σαν ξύπνησα, η πόλη μίλησε.
Πουλιά και ρολόγια κι εγκάρσιες καμπάνες
βούιζαν πλάι στο κουλουριασμένο πλήθος,
ακόλαστοι με ουρά στην πυρά,
ζιζάνια και τελώνια του ύπνου,
η διπλανή θάλασσα αφάνιζε
βατράχους και σατανάδες και γυναικείους οιωνούς,
ενώ έξω ένας άντρας με κλαδευτήρι,
ώς την κορφή μες στο αίμα του,
καρατομούσε το πρωινό,
ο θερμόαιμος σωσίας του Χρόνου
με τη γυριστή γενειάδα του από κάποιο βιβλίο,
λειάνιζε το τελευταίο φίδι σαν
να 'ταν ραβδί ή λεπτό κλαρί,
με τη γλώσσα του γδαρμένη στο γύρισμα ενός φύλλου.
Κάθε πρωί δημιουργώ,
Θεός της κλίνης, το καλό και το κακό,
μετά από ένα νίψιμο περίπατο,
την ακατάσχετη ανάσα θανατικής καταπληξίας
μαμούθ και θάνατο
τη γη όλων.
Εδώ που τα πουλιά ταξιδεύουν σαν φύλλα κι οι βάρκες σαν πάπιες
άκουσα, τούτο το πρωινό, ξυπνώντας,
αλλιώτικη από τους θορύβους της πόλης
μια φωνή στον ορθωμένο αέρα,
διόλου προφητική απότοκο δική μου,
να διαλαλεί τη συντριβή της παράκτιας πόλης μου.
Χρόνος ανύπαρκτος, είπαν τα ρολόγια, Θεός ανύπαρκτος, σήμαναν οι καμπάνες,
τράβηξα τα λευκά σεντόνια πάνω από τα νησιά
και τα νομίσματα πάνω στα βλέφαρά μου κροτάλισαν σαν όστρακα.


Image and video hosting by TinyPic



Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά


Ξαπλωμένοι στην αμμουδιά, ατενίζοντας το κίτρινο
και τη μουντή θάλασσα, περίγελως εμείς που χλευάζουμε
που ακολουθούμε τα κόκκινα ποτάμια, κούφια
εσοχή λέξεων πέρα από τον ίσκιο των τζιτζικιών,
διότι σε τούτο τον κίτρινο τάφο άμμου και θάλασσας
μια επίκληση για χρώμα καλεί με τον αγέρα
μουντή και ζωηρή όπως ο τάφος κι η θάλασσα
καθώς κοιμούνται ούτως ή άλλως.
Οι σεληνιακές σιωπές, η σιωπηλή παλίρροια
που γλείφει τα ακίνητα κανάλια, ο ξηρός άρχοντας της παλίρροιας
ζαρωμένος ανάμεσα σε αμμοθύελλα και νεροποντή,
πρέπει να θεραπεύσουν τα δεινά μας από το νερό
με μια μονόχρωμη γαλήνη·
η ουράνια μουσική πάνω από την άμμο
ηχεί μαζί με τους κόκκους που βιάζονται
να κρύψουν τα χρυσαφένια βουνά και τις οικίες
της μουντής, ζωηρής, παράκτιας γης
που ζώνει αρχοντική κορδέλα, ξαπλωμένοι εμείς,
ατενίζουμε το κίτρινο, ευχόμαστε ο άνεμος να διώξει μακριά
τη μορφολογία της ακτής και τον πνιγμένο κόκκινο βράχο·
μα οι ευχές δεν αποφέρουν, μήτε
μπορούμε ν' αποφύγουμε την άφιξη του βράχου,
ξαπλώνουμε ατενίζοντας το κίτρινο έως ότου ο χρυσαφένιος καιρός
διαρρηχθεί, ω αίμα της καρδιάς μου, όπως μια καρδιά ή ένας λόφος




Ποίημα του Οκτώβρη

 Ήταν το τριακοστό μου έτος στον ουρανό
Σαν ξύπνησα στο άκουσμα του λιμανιού και του γειτονικού δάσους
Και τη συναγωγή των μυδιών και του ερωδιού
Την ιερωμένη ακτή
Το πρωινό νεύμα
Με την υδάτινη προσευχή και το κάλεσμα του γλάρου και του κόρακα
Και τον χτύπο των ιστιοφόρων πάνω στον μεμβρανώδη τοίχο
Έτοιμος εγώ να πατήσω το πόδι μου
Τη στιγμή εκείνη
Στην κοιμωμένη πόλη και το ταξίδι μου να ξεκινήσει.
Τα γενέθλιά μου ξεκίνησαν με το νερό -
Πετούμενα κι όλα τα πετούμενα των φτερωτών δέντρων ταξίδευαν το όνομά μου
Πάνω από τις φάρμες και τα λευκά άλογα
Κι εγώ ξύπνησα
Ένα βροχερό φθινόπωρο
Και περπάτησα έξω στην μπόρα όλων των ημερών μου
Πλημμυρίδα κι ο ερωδιός βούτηξε σαν πήρα τον δρόμο
Πέρα από την επικράτεια
Ενώ οι πύλες
Της πόλης έκλειναν καθώς η πόλη ξυπνούσε.
Ένα σμάρι κορυδαλλοί σ' ένα σύννεφο
Που κυλούσε κι οι θάμνοι στην άκρη του δρόμου γεμάτοι τιτιβίσματα
Κοτσυφιών κι ο ήλιος του Οκτώβρη
Καλοκαιρινός
Στον ώμο του λόφου,
Εδώ το κλίμα ήταν ήπιο κι οι τραγουδιστές γλυκείς όταν ξάφνου
Φάνηκαν το πρωί εκεί που τριγυρνούσα κι άκουγα
Τη βροχή να στίβει
Τον άνεμο τη ριπή το κρύο
Στο δάσος πέρα εκεί κάτω.
Ξεπλυμένη βροχή πάνω στο λιμάνι που αχνόσβηνε
Και στη θαλασσόβρεχτη εκκλησία στο μέγεθος σαλιγκαριού
Με τις κεραίες ορθωμένες μες στην ομίχλη και το κάστρο
Καφετί σαν κουκουβάγια
Μα όλοι οι κήποι
Της άνοιξης και του καλοκαιριού άνθιζαν ανάμεσα σε φανταστικές ιστορίες
Πέρα από την επικράτεια και κάτω από το σύννεφο γεμάτο κορυδαλλούς.
Εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω
Τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε.
Τράβηξε μακριά από τη χαρμόσυνη πατρίδα
Κι ο άλλος αγέρας κι ο γαλανός αλλαγμένος ουρανός
Άφησαν να κυλήσει ξανά εκεί κάτω ένα θαύμα καλοκαιριού
Με μήλα
Αχλάδια και κόκκινα μούρα
Κι είδα στην αλλαγή τόσο καθαρά ενός παιδιού
Τα ξεχασμένα πρωινά σαν περπατούσε με τη μητέρα του
Ανάμεσα στις παραβολές
Του ηλιόφωτου
Και τους θρύλους των πράσινων παρεκκλησιών
Και τους διπλοειπωμένους αγρούς της νηπιακής ηλικίας
Που τα δάκρυά του έκαψαν τα μάγουλά μου κι η καρδιά του σκίρτησε στη δική μου.
Τούτα ήταν τα δάση ο ποταμός κι η θάλασσα
Εκεί που ένα αγόρι
Στο φιλήκοο
Καλοκαίρι των νεκρών ψιθύρισε την αλήθεια της χαράς του
Στα δέντρα και τις πέτρες και τα ψάρια του αλμυρού νερού.
Και το μυστήριο
Τραγουδούσε ολοζώντανο
Ακόμα μες στο νερό και το τιτίβισμα των πουλιών.
Κι εκεί θα μπορούσα να καμαρώνω τα γενέθλιά μου
Ακόμα μα ο καιρός άλλαξε. Κι η αληθινή
Χαρά του πολύχρονου νεκρού παιδιού τραγουδούσε φλεγόμενη
Στον ήλιο.
Ήταν το τριακοστό μου
Έτος στον ουρανό κι εγώ στεκόμουν εκεί στο καλοκαιρινό μεσημέρι
Παρ' όλο που η πόλη κάτω κειτόταν φυλλοσκεπής με το αίμα του Οκτώβρη.
Είθε η αλήθεια της καρδιάς μου
να τραγουδηθεί ξανά
Σε τούτον εδώ τον ψηλό λόφο και του χρόνου.


Ένα μικρό αφιέρωμα για τον Ντύλαν Τόμας από το Ποίηση & Λόγος


πηγές για τον Ντίλαν Τόμας :http://www.bbc.co.uk/wales/arts/sites/dylan-thomas/pages/biography.shtml
http://www.poema.gr/poem.php?id=89&pid=17



Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)

Ο Μίλτος Σαχτούρης ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μεταπολεμικούς ποιητές. Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα, αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον   Νίκο Εγγονόπουλου με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη».Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Με τό πρόσωπο στον τοίχο» 1952,  το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία. Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα.
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε απο τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε οτι ξέφυγε απο αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα απο την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.



Η δύσκολη Κυριακή

Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ' απάνω ένα πουλί καλύτερο
απ' το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ' αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες
έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ' μου το χέρι σου τί κρύο
Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι
κι έμεινα μ' έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ' ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά

























                                                            Η πληγωμένη Άνοιξη               

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της


Ο ουρανός

Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκρας
δεν είν' εύκολο πράμα ν' αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του
Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ' τα δέντρα
κοιτάτε τ' άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ' άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του


























                                                               Τρία δάκρυα του θεού

I

Σ' αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα
σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια
από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι
πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ' τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε - φίλοι μου - μιλούνε σαν ανθρώποι
κι έπειτα ήσυχα-ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μία-μία ανοίγουν τα φτερά
      οι σκυθρωπές μορφές
      ενός χαμένου κόσμου

II

Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου
απλώνω το χέρι ξεριζώνω
τα δέντρα και τους θάμνους του
τους στύλους τους ηλεχτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντια
μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής

Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά
είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;
μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα

Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα
χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους
απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν

                        Σήμερα
κοιτάξτε καλά αυτό βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού
γιατί αύριο θα στεγνώσει

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

III

Μπρος μου ψηλά σ' αυτό το βουνό
ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες
σωριάζει πέτρες μέσα σ' αυτό το σάκο του θεού
κάπου κάπου γυρίζει και με κοιτάζει λυπημένος
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του

Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες
αυτ
ός ο άνθρωπος είμαι εγώ


Η νοσταλγία γυρίζει

Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο
κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε
κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ' το καντηλέρι
έξω ακούγονταν κλάματα και ποδοβολητά
Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μιά φωνή:
Οι μέρες περνούν
το χιόνι μένει


























                                                                                            Ο περίπατος

Βάδιζα κατά μήκος της ακτής
μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό
τα κύματα γκρίζα κι ανατριχιαστικά
κύματα γκρίζα σκάζαν στην παραλία
μια δύναμη μ’ έσπρωχνε να κάνω στροφή
ν’ αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα
μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα
κύματα
και η ψυχή μου ήταν νεκρή.

Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα
σύννεφα.
η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια
ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου

κι εξακολούθησα τον περίπατό μου.



Οι εχθροί της άνοιξης

Έρχεται φέτος κουρασμένη
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.

Αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.



Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Πωλ Ελυάρ (Paul Éluard)

Ο Πωλ Ελυάρ γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1895 και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1952. Ήταν Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού   και του υπερρεαλισμού. Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί. Στο διάστημα 1907-1911 γράφτηκε στη σχολή Κολμπέρ, ωστόσο σε ηλικία 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τη διακόψει. Για δύο χρόνια, παρέμεινε στο σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914, κατατάχτηκε στο στρατό. Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν ( André Breton) , Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε  έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Κατά τη διαρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.



ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατια αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζοντα
μερικοί άνθρωποι κουρελιαζουν την ελευθερία
οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις
είναι διχασμένες

Ολες οι πληγές μες στο φως
όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων
και η καρδιά μου που χτυπαει
καινούρια διαιώνιση των αρνησεων
οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους
θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου
το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει
ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντού




ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Μια καταιγίδα μία μόνο
από ορίζοντα σε ορίζοντα
κα πάνω σ΄ όλη τη γη
για να σκουπίσει τη σκόνη
τις μυριάδες τα ξερά φύλλα
για να απογυμνώσει όλα τα δέντρα
για να ερημώσει τις καλλιέργειες
για να καταρρίψει τα πουλιά
για να διασκορπίσει τα κύματα
να καθαρίσει τις αναθυμιάσεις
για να καταστρέψει την ισορροπία
του ήλιου του πιο ζεστού
διώχνοντας μάζες αδυναμίας
κόσμος που δεν ζυγίζει τίποτα
κόσμος αρχαίος που μ αγνοεί
ίσκιος ξετρελλαμένος
δεν θα είμαι πια ελέυθερος παρά μέσα στ άλλα χέρια .



Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Είναι όρθια πάνω στα ματόκλαδά μου
και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου
έχει το σχήμα των χεριών μου
έχει το χρώμα των ματιών μου
καταποντίζεται μες στον ίσκιο μου
όπως μια πέτρα στον ουρανό

Αυτή έχει πάντοτε τα μάτια ανοιχτά
και δεν μ αφήνει να κοιμηθώ
Τα όνειρά της πλημμυρισμένα φως
κάνουν να εξατμίζονται οι ήλιοι
με κάνει και γελάω , κλαίω και γελάω
μιλάω χωρίς να έχω τίποτα να πω

























                                                                                                               ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ (αποσπασματα)

Ι

Στην ψηλή φωνή
Ευκίνητα ο έρωτας άναβε
με τοσες ακτινοβολίες λαμπερές
που μες στη λειτουργία του εγκεφάλου
αρνιόταν όλες τις ομολογίες

Στην ψηλή φωνή
όλοι οι κόρακες του αίματος θα σκεπάσουν
την μνήμη άλλων γεννήσεων
έπειτα θα ξαναχύσουν μες στο φως
το μέλλον συνθλιμένο από φιλιά

Απίστευτη αδικία μι μόνη ύπαρξη είναι ο κόσμος
ο έρωτας διαλέγει τον έρωτα χωρίς να αλλάζει πρόσωπο

ΙΙ

Τα μάτια της είναι πύργοι φωτισμένοι
κάτω απ΄το γυμνό της μέτωπο

Στο διάφανο λουλούδι
οι γυρισμοί της σκέψης
ακυρωνουν τις λέξεις που είναι κούφιες

Αυτή διαλύει όλες τις εικόνες
θαμπώνει τον έρωτα και τους δύστροπους ίσκιους του
αυτή αγαπάει - αγαπάει να ξεχαστεί

ΙV

Σου λεγα για τα σύννεφα
σου λεγα για το δέντρο το θαλασσινό
για κάθε κύμα για τα πουλιά στη φυλλωσιά
για τα χαλίκια το θόρυβο
για τα οικογενειακα χέρια
για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
και ο ύπνος του γυρίζει το χρώμα τ ουρανού
για όλη τη νοτισμένη νύχτα
για τη σκισμή του δρόμου
για το ανοιχτό παράθυρο για ένα ξέσκεπο μέτωπο
σου λεγα για τις σκέψεις για τις λέξεις σου
παραχαιδεμένη όλη η εμπιστοσύνη ξαναζεί

V

Περισσότερα ήταν ένα φιλί
λιγότερο τα χέρια πάνω στα μάτια
το φωτοστεφανο του φωτός
τα χείλη του ορίζοντα
και οι ανεμοστρόβιλοι του αίματος
που παραδινόταν η σιωπή

VIII

Αγάπη μου για να φουντώσουν οι πόθοι μου
βάλε τα χείλη σου στον ουρανό τις λέξεις σου σαν αστρο
τα φιλιά σου μες στη νύχτα φλογερά
και σφίξε τα μπράτσα σου γύρω μου
όπως μια φλόγα στο σημείο που λμπαδιάζει
τα όνειρά μου είναι στον κόσμο
καθαρά και διαιωνισμένα

Κι όταν δεν έισαι δίπλα μου
ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι , ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι

XIV

Ο ύπνος έχει πάρει τ αποτύπωμά σου
και το χρώμα από τα μάτια σου

XV

Ακουμπάει πάνω μου
η καρδιά αγνοεί
που κοιτάζει πόσο την αγαπώ
αυτή έχει εμπιστοσύνη αυτή ξέχασε
τα σύννεφα κάτω από τα ματόκλαδά της
το κεφάλι της αποκοιμισμένο στα χέρια μου
που είμαστε εμείς
μαζί αχώριστοι
ζωντανοί , ζωντανοί
ζωντανός ζωντανή
και το κεφάλι μου κυλάει στα όνειρά της

ΧΧ

Την αυγή σ αγαπώ σε έιχα όλη νύχτα μες στις φλέβες
όλη τη νύχτα σε κοιτούσα
σε έιχα όλη ψηλαφίσει είμαι σίγουρος των σκοταδιών
αυτά μου δίνουν τη δύναμη
που σ αγκαλιάζω
που σε κουναω ποθώντας τη ζωη
στο στήθος μου τ ακίνητο
τη δύναμη που σε σηκώνω
που ελευθερώνεσαι που χάνεσαι
φλόγα αθέατη μες στην ημέρα

Αν εσύ φύγεις η πόρτα ανοίγει πάνω στη μέρα
αν εσύ φυγεις η πόρτα ανοίγει πάνω σε μένα

ΧΧΙ

Τα μάτια της ξαναχύνουν το φως
και το φως τη σιωπή
για να μην ξαναγνωριστούν
να ξαναζήσουν στην αφάνεια




ΑΛΛΟΥ ΕΔΩ ΠΑΝΤΟΥ ( αποσπάσματα )


Ψηλό τριαντάφυλλο της παλίρροιας
όλες μου οι επιθυμίες ποτίστηκαν
τριαντάφυλλο αναγνωρισμένο στο κλάμα

Μαθαίνω όλα που μου λες μπορώ να τα καταλάβω
η σκέψη σου είναι χωρίς ντροπή σκέψη στην ψηλή φωνή

Σιωπα το αφελές θαύμα
και η κλωστή στη βελόνα
όλη ήταν διαχυμένη
ο σκοτεινός άνεμος καθαρίζει
τη θάλσσα και τον ήλιο

Η αναπνοή σου ετοιμάζει τις απανήσεις μου
ακούω τον άνεμο ξέρω αυτό που λες
και συνδέω τους θορύβουςπου σου δίνουν ζωή
πάνω σε ένα δρόμο που η ηχώ χτυπάει σε όλες τις καρδιές
αν και η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα κλείσανε
η ατολμία μου ακούει τη βροντή των θορύβων
και οι μουγγοί ζητάνε να διλύσω τη νύχτα τους
ακούμε αυτό που κοιμάται σε μας ανέκφραστο

Θα διασχιστούν οι περιορισμοί μας

Ημουνα μακριά πεινούσα διψούσα για μια επαφή

Η αφή σου μοιάζει των καρπερών χωμάτων
των χωμάτων των εξαντλημένων
από τ όργωμα των αρότρων των βροχών και των καλοκαιριών
η αφή σου δημιουργεί ένα πρόσωπο από φύλλα
ένα σώμα χορταρένιο ένα σώμα πεσμένο σε ένα θάμνο
το χέρι σου με προστατεύει από τσουκνίδες κι από βάτους

Τα χάδια μου θεμελιώνουν τα όνεριά μου σε ένα μόνο
οξυδερκή και πιστό ένα όνειρο της διάρκειας

Γιατί σε αισθανόμουν καλύτερα τη νύχτα

Είχα ελευθερωθεί

Είχα γευτει τον ουρανό , τη γή και την παλίρροια
αισθάνθηκα το αίμα το δέρμα την παγωνιά και το άχυρο
τα είχα όλα καταλάβει τ άγγιζα αναδειχνόμουν
ανάπνεα χρωματιζόμουν βάδιζα μλούσα
και αναδημιουργόμουν

Είδα καθαρά μεσημεριάτικα παραδεχόμουνα τον ίσκιο
ήερα χωριστά και ομαδικά τ αστερια
και τα έργα των ανθρώπων
ήξερα να υπάρχω λιγότερο και πιο πολύ απ τον εαυτό μου
οι πέντε αισθήσεις μου κάνανε θέση στη φαντασία

Η φαντασία έμεινε στη σκέψη
κ ιεμείς κατέχουμε μια έκτη αίσθηση






















ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ

Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση πάρε το δρόμο του πρωινού
ανέβα τα σκαλιά της πάχνης
Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γη σφιγμένη
να ‘ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη, θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου ,
στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης ,της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας
ο άνεμος θα μας υπομείνει
ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν

Το σίγουρο μας διάστημα ο αγνός μας αέρας
φτάνει για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια
όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούργια μνήμη
και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά

Ω! αδερφοί μου αντίμαχοι
που κρατάτε στα μάτια τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
που να σας έχω αφήσει
με τα βαριά σας χέρια μες το λάδι το νωθρό,
μες στις παλιές σας πράξεις με τόση λίγη ελπίδα
που κι ο θάνατος φαίνεται ν ‘χει δίκιο

Χαμένοι μου αδερφοί , εγώ πηγαίνω προς τη ζωή
έχω την όψη ανθρώπου για ν’ αποδείξω
πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου
και δεν είμαι μόνος

χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου
χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
γυμνό νερό, γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα,
έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
οι πρώτες ανθισμένες ζέστες .
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό
το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας
Εύφορη αυγή,
στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού
του κυμάτου , της ταραγμένης άμμου ,της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας
Έξω από τον εαυτό μας.






πηγές για τον Πωλ Ελυάρ: www.paul-eluard.com, http://www.poetryintranslation.com/PITBR/French/Eluard.htm
http://wikilivres.info/wiki/Paul_%C3%89luard