''Μπερδεύω πού σταματάει το όνειρο και πού αρχίζει η αλήθεια....''
Η κόρη της ήταν ακόμα παιδί, έμεναν σε ένα μικρό, άδειο διαμέρισμα, πεινούσε, κρύωνε και έγραφε ποιήματα όχι στη γραφομηχανή, αλλά με μολύβια που έσπαγαν στο χαρτί. Σκεφτόταν τότε πως κάτω από αυτές τις συνθήκες τα ποιήματα δεν της ανήκαν.
<< Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω ''ποιητής''....>>
''Τον μήνα των κερασιών. 1 Ιουνίου γεννημένη.''
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα. Από πέντε χρονών εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους. Τα παιδικά της χρόνια σημαδεύτηκαν από τον ελληνικό εμφύλιο και τις μετέπειτα συνέπειες που αυτός είχε στην ελληνική ψυχοσύνθεση δεκαετίες μετά. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Τάκη Μουζενίδη και στις σχολές χορού των Πράτσικα, Βαρούτη και Ζουρούδη. Συμμετείχε σε διάφορες ταινίες της Φίνος Φιλμ,στο θέατρο και σε άλλες επιλεγμένες ταινίες, του συζύγου της Π.Τάσσιου, αλλά και φίλων της σκηνοθετών όπως ο Γιώργος Κορδέλας, ο Α.Θωμόπουλος με την ταινία Όστρια στης οποίας το σενάριο συνέβαλε και η ίδια. Αργότερα όμως, από το 1978, στράφηκε κυρίως στην ποίηση.
Η ποίηση όπως είχε εξομολογηθεί και η ίδια ήταν το λιμάνι της. Η διέξοδος της έκφρασής της απέναντι στην απομόνωση όχι μόνο από την μικροαστική κοινωνία, αλλά σταδιακά από τον κύκλο των φίλων της, αλλά και από τον ίδιο της τον εαυτό. Μία διέξοδος από την αυτοκτονία. Στην τελευταία της ποιητική συλλογή χρησιμοποιεί την έκφραση ''νεκρή ζωντανή'', μία αέναη όπως αποδείχτηκε, συμπόρευση ζωής θανάτου με τον θάνατο τελικά να επικρατεί το φθινόπωρο του 1993.
'' Καταμεσίς της θάλασσας, χωρίς σκαρί, χωρίς συντρόφους και πανιά, στ' απόκρημνα νερά, χωρίς, σ' εμένα γυρισμό, μόνο να ταξιδεύω...''
Το 1978 δημοσιεύεται η πρώτη της ποιητική συλλογή
Τρία Κλικ Αριστερά. Η γλώσσα είναι σχεδόν αφηγηματική με το λεξιλόγιο να είναι απτό, καθημερινό και οι εκφράσεις σκληρές και τραχιές. Ασκεί δριμύ κριτική στον καπιταλισμό και στην μικροαστική κοινωνία της εποχής της, όχι όμως με τρόπο αποστειρωμένο, αλλά γνήσιο και επιθετικό απέναντι στον αστυνομισμό και στην κρατική εξουσία.
Αυτός εκεί
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι' αυτό και
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
σε έναν αόριστο θάνατο.
Ακολουθεί το 1980 η δεύτερη ποιητική της συλλογή με τον τίτλο
Ιδιώνυμο. Η γραφή της το ίδιο πολιτικοποιημένη, όμως με έναν τόνο αγανάκτησης και παραπόνου για την απαξίωση και την εξαθλίωση των συνοδοιπόρων της αγωνιστών στο προστατευόμενο κρατικά κλίμα της Μεταπολίτευσης.
Είπανε για κείνο τον αρχάγγελο
που έπεσε ξαφνικά στο μπαλκόνι μας
την Τρίτη 21 Μαΐου του 78
πως ήταν αλκοολικός.
Περνούσε λέει άμα νύχτωνε
από όλα τα μπαρ της Αθήνας
και γινότανε φέσι.
Και το πρωί σαν χάραζε είπανε
γύριζε λέει στους συναγγέλους του
και στ' άστρα ματιασμένος.
Λέγανε ακόμα οι άνθρωποι
πως ήτανε αναρχικός.
Γι' αυτό άλλωστε είχε και μαύρες φτερούγες.
Η αλήθεια είναι
πως ούτε εγώ ούτε η Μυρτώ τρομάξαμε
παρόλο που για πρώτη φορά μας
βλέπαμε αγγέλους.
Εγώ ντροπιάστηκα μόνο
που είχα τις γλάστρες απότιστες
και τα γόνατα του παιδιού λερωμένα.
Με ρώτησε θυμάμαι γελαστός
αν πίστευα στα μάτια μου αν πίστευα στους αγγέλους.
Και εγώ του είπα σοβαρά πώς όχι.
Ε τότε - μου είπε - δε θα πετάξεις ποτέ.
Και μου έβαλε ένα δαχτυλίδι στο χέρι
να με θυμάσαι άμα νυχτώνει μου είπε.
Έκανε έπειτα κάνα δυο φορές έτσι
για να ζεστάνει τις φτερούγες του ανοίξανε
και χάθηκε πάνω από την πόλη.
Από εκείνη την Τρίτη λοιπόν
ένιωσα πιο μόνη μου από όλα τα χρόνια.
Κι ούτε που ξαναμίλησα με τους ανθρώπους πια.
Κι αν δεν ήταν το δαχτυλίδι στο χέρι μου
και τα φώτα ν' αναβοσβήνουν σαν την καρδιά μου
θα' λεγα πως έφτιαξα πάλι σενάριο
με το κουρασμένο μυαλό μου.
Την νύχτα θα ξαναπάρω σβάρνα τα μπαρ.
Μπορεί να τον τρακάρω...
Οι επόμενες συλλογές της είναι περισσότερο εσωστρεφείς, ένας εσωτερικός μονόλογος με μοναδικό σκοπό κάποτε να ξεσπάσει. Το τρίτο της βιβλίο είναι το Ξύλινο Παλτό, μία εκτεταμένη καταγραφή σκέψεων με εικόνες, ακόμη περισσότερο έντονες, που απηχούν την συνείδηση του Εγώ.
(...) και εγώ, πώς μου' ρθε να γράψω ποιήματα ακόμα πιο πολύ δεν έχω τόπο να σταθώ και με το ίδιο παιδικό παράπονο κοτζάμ γυναίκα τώρα όλο να ντρέπομαι και πρέπει ακόμα να σκληρύνω και τώρα δεν έχω τί άλλο να πώ σπάνε τα κομμάτια μας σαν αστραπές στον ουρανό και πάντα όλοι να μας διατάζουνε διαλυθείτε ησύχως όμως κι έτσι που μ' οξυγονοκολλήσανε δεμένη χειροπόδαρα σε τούτη τη ζωή σε τούτη την καρέκλα έτσι και της χώσω μια στον ουρανό - κοίτα ψηλά - θα πιάσει να βρέχει...
ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΣΠΑΣΑΝΕ
ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΚΡΑΤΑΝΕ
Κουρελιασμένοι απ' τα αγριεμένα κύματα
πεταμένα υπολείμματα για πάντα από δώ και μπρός
στο σκοτεινό θάλαμο της γης
με ισκιωμένο το μυαλό
απ' το ξέφρενο κυνηγητό
της ασάλευτης πορείας των άστρων
οι τελευταίοι
απόθεσαν το κουρασμένο κεφάλι τους
θυσία
στην τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών.
Κι άνθρωποι δεν υπήρχανε.
Κι ένα άσπρο χιόνι σιωπής
σκέπασε οριστικά τις βυθισμένες πόλεις...
Η επόμενή της συλλογή τιτλοφορείται Απόντες (1986), με φωτογραφίες διαδηλωτών, μία ίσως πιο ενδοσκοπική ματιά στους ''απόντες'' των πόλεων, αυτούς που ακόμη ζουν.
ΣΠΟΝΔΗ
Στο Σημείο
που όσο πλησιάζω
απομακρύνεται
Στο Σημείο
που όσο σκοτεινιάζει
αναδύεται
Στο Σημείο
που κρατάω στη χούφτα μου
κι άμα πάω να στο δείξω
υδρατμός αγάπης γίνεται
και εξανεμίζεται
Στο Σημείο που ονομάζω
- Εσύ - Εγώ -
εγγράφω όλους τους φόνους
ποδοπατημένων χορταριών.
Ν' ανθίσει.
Το επόμενο βιβλίο της είναι Ο Μήνας των Παγωμένων Σταφυλιών (1988). Αποτελείται από μερικούς στίχους μόνο. Η αυξανόμενη αγωνία για το τέλος ή τη σωτηρία είναι πιο διάχυτη από ποτέ. Όλο το βιβλίο μοιάζει σαν ένα ολόκληρο ποίημα. Μεγάλα κενά, κομματιασμένη γραφή με μικρές ανάσες.
Και ήρθε - και χάμω - στα γόνατα έπεσα
και χωμάτινος βόλος έγινα
και μέσα μου κύλησα
και σε μια ανάσα της ψυχής μου
που είχε μείνει φεγγερή
- εκεί ακούμπησα -
κι έκλαιγα νερό. Νερά πολύ.
Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα - λέπια- γοργόνα έγινα
κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ...
Το 1990 δημοσιεύει το έκτο της βιβλίο με τίτλο Νόστος, το οποίο είναι γραμμένο σε ψυχιατρική κλινική. Πεζά με ποιητικό ύφος με μία μεταφυσική ατμόσφαιρα.
Θα μπορούσε αυτό το σπίτι εξωτερικά τουλάχιστον, να είναι γαλήνιο, αν δεν ήταν, μέρα μεσημέρι, το έξω φως της πόρτας αναμμένο. Τα φώτα αναμμένα την ημέρα μου δημιουργούν ένα βαρύ, καταθλιπτικό συναίσθημα. Αρχίζει με ταχυπαλμία για να φτάσω να μη χτυπάει καθόλου η καρδιά, ύστερα σταυρώνω τα χέρια και πεθαίνω, αλλά δεν είναι, γιατί βλέπω πολύ καθαρά διάφορα πελώρια ζώα να κάνουν έρωτα στο κρεβάτι. Ίσως ξεκινάει από τα φώτα των αυτοκινήτων, για να γίνουν ορατά, με κάποιον ετοιμοθάνατο μέσα. Είχα τύχει σε ένα χοντρό μποτιλιάρισμα στην Αλεξάνδρας, κάποιος οδηγούσε μεθυσμένος στην αντίθετη λορίδα και μπλοκάρισε όλη την περιοχή. Και μέσα σ'ενα ταξί. με τα φώτα όλα αναμμένα, μια κυρία, μητέρα, κράταγε με ένα ματωμένο μαντίλι τα σαγόνια ενός παιδιού καθώς κοίταζε έξω. Πιστεύω πως με χαιρέτησε.
Τώρα, στο σπίτι που με έχει κρύψει η φίλη μου, σβήνω πάντα το φως και τριγυρνάω συνέχεια μ' ένα μικρό καφέ κερί, να περάσω μέσα από τη λίμνη χωρίς να σβήσει η φλόγα του, σ' έναν παλιό νοσταλγίας καθρέφτη.
Το τελευταίο της βιβλίο Με λένε Οδύσσεια (2002) δημοσιεύεται πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της, όπου περιγράφεται η παραμονή της στο ψυχιατρείο, οι ενοχές της απέναντι στα αγαπημένα της πρόσωπα, μία προσπάθεια για μια νέα αρχή αλλά και μία κούραση ή ματαίωση από αυτήν για εκείνη υπερπροσπάθεια.
Πάει, Οδυσσέα, το έκτο γραφτό.
Γραφτό που είδε τον ήλιο
μέσα σε άσυλο
με διαμαντένια κορόνα σμιλεμένο.
Ε, καρδιά τ' ουρανού
βοήθησε
χρέος υπέρτατο
το έβδομο της ψυχής αποτύπωμα
στα μελανά πόδια της γης
σ' ένα έλατο, σ' ένα πλατάνι
ή σε γερό ποτάμι που πάει
σ' ωκεανό να φτάσει αφημένο.
................................................
....... μια χορδή από ήλιου φως...
Εσύ!
Εσένα που αγάπησα.
Κοίτα άμα πιείς κι όπως πάντα μεθύσεις
μην πείς ποτέ πώς μ' αγάπησες
Δε θ' άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο
σε ξεροπόταμους να πλέω...
Κατερίνα.
πηγή : Κατερίνα Γώγου, Έρωτας Θανάτου, Αγάπη Βιργινία Σπυράτου, εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος, 2007.
http://gwgou.page.tl/
Τέχνη & Ποίησις