“...Εγώ ο άνθρωπος , τέλος δεν έχω...”
Πόνος
Και μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Και κείνος αποκρίθηκε:
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του οστράκου που περικλείει τη γνώση σας.
Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο.
Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας. Ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας.
Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας.
Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας.
Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι.
Είναι το πικρό φάρμακο που μ' αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας.
Γι' αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα.
Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου,
Και η κούπα που σας δίνει, μ' όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.
Και μια γυναίκα μίλησε και είπε, Μίλησέ μας για τον Πόνο.
Και κείνος αποκρίθηκε:
Ο πόνος σας είναι το σπάσιμο του οστράκου που περικλείει τη γνώση σας.
Όπως το τσόφλι του καρπού πρέπει να σπάσει, για να βγει η καρδιά του στο φως του ήλιου, έτσι κι εσείς πρέπει να γνωρίσετε τον πόνο.
Κι αν μπορούσατε να κρατάτε στην καρδιά σας το θαυμασμό για τα καθημερινά θαύματα της ζωής σας. Ο πόνος δε θα σας φαινόταν λιγότερο θαυμαστός από τη χαρά σας.
Και θα δεχόσαστε τις εποχές της καρδιάς σας, όπως δέχεστε από πάντα τις εποχές που περνούν πάνω από τα χωράφια σας.
Και θα παρατηρούσατε με ηρεμία τους χειμώνες της θλίψης σας.
Πολλούς από τους πόνους σας τους διαλέγετε μονάχοι.
Είναι το πικρό φάρμακο που μ' αυτό ο γιατρός που είναι μέσα σας θεραπεύει τον άρρωστο εαυτό σας.
Γι' αυτό, να εμπιστεύεστε το γιατρό, και να πίνετε το φάρμακό του, σιωπηλά και ήρεμα.
Γιατί το χέρι του, αν και βαρύ και σκληρό, οδηγείται από το τρυφερό χέρι του Αόρατου,
Και η κούπα που σας δίνει, μ' όλο που καίει τα χείλη σας, είναι φτιαγμένη από τον πηλό που ο μεγάλος Αγγειοπλάστης μούσκεψε με τα δικά του άγια δάκρυα.
"Το Κάλεσμα του Εραστή"
Που είσαι αγαπημένη; Μήπως σ' εκείνο το μικρό
παράδεισο, να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;
Ή μήπως στο δωμάτιό σου, όπου ο βωμός
της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ' αυτόν προσφέρεις θυσία την ψυχή και την
καρδιά μου;
Ή ανάμεσα στα βιβλία, γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;
Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;
Είσαι στις καλύβες των φτωχών, παρηγορώντας
τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;
Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού.
Είσαι δυνατότερη απ' τους αιώνες.
Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε, όταν
μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι Άγγελοι του Έρωτα
δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής;
Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε
μ' ενωμένα τα χέρια, σφιχταγκαλιασμένοι
σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;
Θυμάσαι την ώρα που σ' αποχαιρέτησα
και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;
Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση
χειλιών ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ' τη
γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ' ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο
το χώμα.
Εκείνος ο στεναγμός μ' οδήγησε στον πνευματικό
κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε.
Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου κι έλεγες:
"Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα για
γήινους σκοπούς
και χώρια να ζουν ο κόσμος τ' αναγκάζει.
Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα
ενωμένο
μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές.
Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε
εκπρόσωπό της.
υπάκουσέ την, γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει
στον πιστό της
την κούπα της γλύκας της ζωής.
Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά, η αγάπη σου
θα 'ναι η παρηγοριά μου. Κι η θύμησή σου
Αιώνιος Γάμος."
Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ; Είσαι ξύπνια
μέσα στη σιωπή της νύχτας; Ας σου φέρνει
ο καθάριος άνεμος τους χτύπους της καρδιάς μου
κι όλη μου την αγάπη.
Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου;
Η εικόνα δεν είναι πια σωστή,
γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της
στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου.
Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου που
καθρέφτιζαν την ομορφιά σου
και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου.
Που είσαι αγαπημένη; Ακούς το κλάμα μου
πέρα απ' τον ωκεανό; Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου;
Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου;
υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα για να σου φέρει
την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου; υπάρχει
μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους
για να σου φέρει το παράπονό μου;
Που είσαι, όμορφο αστέρι μου; Το σκοτάδι της ζωής
μ' έριξε στην αγκαλιά του. Η θλίψη με νίκησε.
Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό.
Θα 'ρθει και θα με ζωντανέψει!
Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο! Θα με στηρίξει!
Που είσαι, αγαπημένη;
Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!
Και πόσο μικρός εγώ!
Που είσαι αγαπημένη; Μήπως σ' εκείνο το μικρό
παράδεισο, να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;
Ή μήπως στο δωμάτιό σου, όπου ο βωμός
της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ' αυτόν προσφέρεις θυσία την ψυχή και την
καρδιά μου;
Ή ανάμεσα στα βιβλία, γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;
Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;
Είσαι στις καλύβες των φτωχών, παρηγορώντας
τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;
Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού.
Είσαι δυνατότερη απ' τους αιώνες.
Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε, όταν
μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι Άγγελοι του Έρωτα
δοξολογώντας τις πράξεις της ψυχής;
Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε
μ' ενωμένα τα χέρια, σφιχταγκαλιασμένοι
σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;
Θυμάσαι την ώρα που σ' αποχαιρέτησα
και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;
Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση
χειλιών ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ' τη
γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ' ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο
το χώμα.
Εκείνος ο στεναγμός μ' οδήγησε στον πνευματικό
κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε.
Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου κι έλεγες:
"Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα για
γήινους σκοπούς
και χώρια να ζουν ο κόσμος τ' αναγκάζει.
Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα
ενωμένο
μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές.
Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε
εκπρόσωπό της.
υπάκουσέ την, γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει
στον πιστό της
την κούπα της γλύκας της ζωής.
Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά, η αγάπη σου
θα 'ναι η παρηγοριά μου. Κι η θύμησή σου
Αιώνιος Γάμος."
Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ; Είσαι ξύπνια
μέσα στη σιωπή της νύχτας; Ας σου φέρνει
ο καθάριος άνεμος τους χτύπους της καρδιάς μου
κι όλη μου την αγάπη.
Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου;
Η εικόνα δεν είναι πια σωστή,
γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της
στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου.
Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου που
καθρέφτιζαν την ομορφιά σου
και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου.
Που είσαι αγαπημένη; Ακούς το κλάμα μου
πέρα απ' τον ωκεανό; Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου;
Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου;
υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα για να σου φέρει
την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου; υπάρχει
μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους
για να σου φέρει το παράπονό μου;
Που είσαι, όμορφο αστέρι μου; Το σκοτάδι της ζωής
μ' έριξε στην αγκαλιά του. Η θλίψη με νίκησε.
Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό.
Θα 'ρθει και θα με ζωντανέψει!
Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο! Θα με στηρίξει!
Που είσαι, αγαπημένη;
Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!
Και πόσο μικρός εγώ!
Ορφέας κ Ευρυδίκη
Η δουλειά
Σας έχουν πει ότιη ζωή είναι σκοτάδι και μέσα στην απελπισία, σας γυρίζει σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.
Κι εγώ σας λέω πως η ζωή είναι σκοτάδι αν δεν υπάρχει πάθος.
Και κάθε πάθος είναι τυφλό αν δεν υπάρχει γνώση. Και κάθε γνώση είναι μάταιη χωρίς δουλειά, μα και η δουλειά είναι άδεια χωρίς αγάπη. Μα σαν δουλεύτε μ' αγάπη, ενώνεστε με τον εαυτό σας κι ο ένας με τον άλλο κιόλοι σας με το Θεό.
Και τι σημαίνει δουλεύω με αγάπη; Σημαίνει να υφαίνεις με κλωστές που τραβάς απ' την καρδιά σου, σαν ναταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή...
Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή, σαν ναταν να κατοικήσει σ' αυτό η αγαπημένη σου ψυχή...
Σημαίνει να σπέρνεις με τρυφερότητα τους σπόρους και με χαρά να συλλέγεις τη σοδειά, σαν ναταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή...
Σημαίνει να δίνεις σε όλα το δικό σου νόημα, με μια ανάσα από το πνεύμα σου...
Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε σαν να μιλούσατε στον ύπνο σας "αυτός που δουλεύει το μάρμαρο και βρίσκει της ψυχής του την έκφραση στην πέτρα, είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει τη γη. Κι αυτός που πιάνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τα βάζει πάνω σ' ένα πανί μα ανθρώπινες μορφές, αξίζει περισσότερο από αυτόν που φτιάχνει σανδάλια για τα πόδια μας".
Αλλά εγώ σας λέω, όχι στον ύπνο μου μα ολόξυπνος στο καταμεσήμερο, ότι ο άνεμος δεν τραγουδά γλυκύτερα στις γιγάντιες βελανιδιές απ' όσο στο πιο μικρό και ταπεινό χορταράκι...
Και μεγάλος είναι αυτός που μεταλλάζει τη φωνή του ανέμου σε τραγούδι και το κάνει γλυκό με την αγάπη του.
Η δουλειά είναι φανερωμένη αγάπη. Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε μα αγάπη, παρά μόνο με αηδία, καλύτερα παρατείστε τη δουλειά σας και καθείστε στην πύλη του ναού να παίρνετε ελεημοσύνη απ' αυτούς που δουλεύουν με χαρά.
Γιατί αν ψήνεις το ψωμί με αδιαφορία, ψήνεις πικρό ψωμί, που δε χορταίνει παρά την μισή πείνα του ανθρώπου. Κι αν αγανακτείς με των σταφυλιών το πάτημα, η αγανάκτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί. Κι αν σαν τους αγγέλους τραγουδάς, μα δεν αγαπάς το τραγούδι, βουλώνεις τα αυτιά του ανθρώπου στης μέρας τις φωνές και στις φωνές της νύχτας..
Σας έχουν πει ότιη ζωή είναι σκοτάδι και μέσα στην απελπισία, σας γυρίζει σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.
Κι εγώ σας λέω πως η ζωή είναι σκοτάδι αν δεν υπάρχει πάθος.
Και κάθε πάθος είναι τυφλό αν δεν υπάρχει γνώση. Και κάθε γνώση είναι μάταιη χωρίς δουλειά, μα και η δουλειά είναι άδεια χωρίς αγάπη. Μα σαν δουλεύτε μ' αγάπη, ενώνεστε με τον εαυτό σας κι ο ένας με τον άλλο κιόλοι σας με το Θεό.
Και τι σημαίνει δουλεύω με αγάπη; Σημαίνει να υφαίνεις με κλωστές που τραβάς απ' την καρδιά σου, σαν ναταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή...
Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή, σαν ναταν να κατοικήσει σ' αυτό η αγαπημένη σου ψυχή...
Σημαίνει να σπέρνεις με τρυφερότητα τους σπόρους και με χαρά να συλλέγεις τη σοδειά, σαν ναταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή...
Σημαίνει να δίνεις σε όλα το δικό σου νόημα, με μια ανάσα από το πνεύμα σου...
Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε σαν να μιλούσατε στον ύπνο σας "αυτός που δουλεύει το μάρμαρο και βρίσκει της ψυχής του την έκφραση στην πέτρα, είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει τη γη. Κι αυτός που πιάνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου και τα βάζει πάνω σ' ένα πανί μα ανθρώπινες μορφές, αξίζει περισσότερο από αυτόν που φτιάχνει σανδάλια για τα πόδια μας".
Αλλά εγώ σας λέω, όχι στον ύπνο μου μα ολόξυπνος στο καταμεσήμερο, ότι ο άνεμος δεν τραγουδά γλυκύτερα στις γιγάντιες βελανιδιές απ' όσο στο πιο μικρό και ταπεινό χορταράκι...
Και μεγάλος είναι αυτός που μεταλλάζει τη φωνή του ανέμου σε τραγούδι και το κάνει γλυκό με την αγάπη του.
Η δουλειά είναι φανερωμένη αγάπη. Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε μα αγάπη, παρά μόνο με αηδία, καλύτερα παρατείστε τη δουλειά σας και καθείστε στην πύλη του ναού να παίρνετε ελεημοσύνη απ' αυτούς που δουλεύουν με χαρά.
Γιατί αν ψήνεις το ψωμί με αδιαφορία, ψήνεις πικρό ψωμί, που δε χορταίνει παρά την μισή πείνα του ανθρώπου. Κι αν αγανακτείς με των σταφυλιών το πάτημα, η αγανάκτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί. Κι αν σαν τους αγγέλους τραγουδάς, μα δεν αγαπάς το τραγούδι, βουλώνεις τα αυτιά του ανθρώπου στης μέρας τις φωνές και στις φωνές της νύχτας..
Ενδύμιον
“...Εγώ ο άνθρωπος , τέλος δεν έχω...”
“... Η Ομίχλη που πλανιέται το ξημέρωμα, αφήνοντας μόνο δροσιά στους αγρούς θα υψωθεί και θα συγκεντρωθεί σε ένα σύννεφο και μετά θα πέσει σαν βροχή, και εγώ δεν διαφέρω από την Ομίχλη...”
“...Σε τούτο τον κήπο κείτονται θαμμένοι από τα χέρια των ζωντανών ο πατέρας και η μάνα μου. Εδώ κείτονται θαμμένοι οι σπόροι των περασμένων χρόνων που ήρθαν Καβάλα στα φτερά του ανέμου. Χιλιάδες φορές θα θαφτούν εδώ η μάνα και ο πατέρας μου και χιλιάδες φορές ο άνεμος θα θάψει τον σπόρο και χιλιάδες φορές εσείς και γω θα’ρθουμε σε αυτόν τον κήπο και θα υπάρχουμε αγαπώντας την ζωή.
“...Διάβασε τα κατάστιχα του χθες και θα καταλάβεις ότι ακόμα χρωστάς στους ανθρώπους και στη ζωή...”
Επτά φορές περιφρόνησα την ψυχή μου:
Την πρώτη φορά όταν την είδα να δειλιάζει
μπροστά στη λαχτάρα της να φτάσει στα ύψη.
Την πρώτη φορά όταν την είδα να δειλιάζει
μπροστά στη λαχτάρα της να φτάσει στα ύψη.
Τη δεύτερη φορά όταν την είδα να κουτσαίνει
μπροστά στους ανάπηρους.
Την τρίτη φορά όταν της δόθηκε να διαλέξει
ανάμεσα στο δύσκολο και το εύκολο
και εκείνη διάλεξε το εύκολο.
Την τέταρτη φορά όταν έκανε κάποιο κακό
και παρηγορήθηκε με το ότι και οι άλλοι κάνουν κακό.
Την πέμπτη φορά όταν ανέχτηκε από αδυναμία
και δικαιολόγησε την ανοχή της σα δύναμη.
Την έκτη φορά όταν περιφρόνησε την ασχήμια κάποιου προσώπου
και δεν ήξερε ότι αυτό το πρόσωπο ήταν μια από τις δικές της μάσκες.
Και την έβδομη φορά όταν τραγούδησε τραγούδι επαίνου και το θεώρησε αρετή.
Ο Χαλίλ Γκιμπράν (1883-1931), γνωστός σαν Αθάνατος Προφήτης του Λιβάνου και Σοφός της Εποχής του, γεννήθηκε στη διάσημη πόλη Μπεχάρη. Γονείς του ήταν ο Χαλίλ Γκιμπράν και η Καμίλλα. Σπούδασε στο Μπεχάρη, το Λίβανο, τη Βηρυτό και τη Βοστόνη. Τέλειωσε τη "Σχολή Σοφίας" και έπειτα ταξίδεψε σ' ολόκληρη τη Συρία και το Λίβανο για να επισκεφτεί τους ιστορικούς χώρους και τα ερείπια του αρχαίου πολιτισμού. Έπειτα σπούδασε τρία χρόνια στη σχολή καλών τεχνών στο Παρίσι και τελειώνοντας γύρισε να ζήσει στη Νέα Υόρκη. Ο τόνος της θλίψης που εμφανίζεται τόσο συχνά στα ποιήματα, τα διηγήματα και τα γράμματα του Χαλίλ Γκιμπράν, μπορεί να αποδοθεί στις ατυχίες που γνώρισε στα νιάτα του, όπως και το θάνατο των αδερφών του και της μητέρας του, που λάτρευε.
Ο Γκιμπράν ήταν επαναστάτης και αγωνιστής, αφού πολεμούσε διαρκώς για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ήταν μεγάλος φιλόσοφος και έχει θίξει μέσα στα βιβλία του ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων. Το κράμα δυτικής και ανατολικής σοφίας που υιοθέτησε ο Γκιμπράν στα γραπτά του, όπως επίσης και ο πλούσιος πνευματικός και αισθηματικός κόσμος που διέθετε, έγιναν η αιτία να γίνει αγαπητός σε πολλούς αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, αφού τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Το θλιμμένο πνεύμα βρίσκει ανάπαυση όταν ενώνεται μ'ενα όμοιο πνεύμα. Τα ενώνει η αγάπη, ακριβώς όπως έναςξένος που χαίρεται όταν βρίσκει εναν άλλο ξένο σε μια ξένη χώρα. Οι καρδιές που ενώνονται μέσα απο τη θλίψη δεθα χωριστούν απο τη δόξα της ευτυχίας, η αγάπη που εχει πλυθεί με τα δάκρυα θα μείνει παντοτινά αγνή και ωραία.
ΑπάντησηΔιαγραφή