Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Πωλ Ελυάρ (Paul Éluard)

Ο Πωλ Ελυάρ γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1895 και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1952. Ήταν Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού   και του υπερρεαλισμού. Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί. Στο διάστημα 1907-1911 γράφτηκε στη σχολή Κολμπέρ, ωστόσο σε ηλικία 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τη διακόψει. Για δύο χρόνια, παρέμεινε στο σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914, κατατάχτηκε στο στρατό. Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, με την οποία απέκτησε μια κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν ( André Breton) , Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε  έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Κατά τη διαρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.



ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατια αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζοντα
μερικοί άνθρωποι κουρελιαζουν την ελευθερία
οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις
είναι διχασμένες

Ολες οι πληγές μες στο φως
όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων
και η καρδιά μου που χτυπαει
καινούρια διαιώνιση των αρνησεων
οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους
θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου
το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει
ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντού




ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Μια καταιγίδα μία μόνο
από ορίζοντα σε ορίζοντα
κα πάνω σ΄ όλη τη γη
για να σκουπίσει τη σκόνη
τις μυριάδες τα ξερά φύλλα
για να απογυμνώσει όλα τα δέντρα
για να ερημώσει τις καλλιέργειες
για να καταρρίψει τα πουλιά
για να διασκορπίσει τα κύματα
να καθαρίσει τις αναθυμιάσεις
για να καταστρέψει την ισορροπία
του ήλιου του πιο ζεστού
διώχνοντας μάζες αδυναμίας
κόσμος που δεν ζυγίζει τίποτα
κόσμος αρχαίος που μ αγνοεί
ίσκιος ξετρελλαμένος
δεν θα είμαι πια ελέυθερος παρά μέσα στ άλλα χέρια .



Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Είναι όρθια πάνω στα ματόκλαδά μου
και τα μαλλιά της είναι μέσα στα δικά μου
έχει το σχήμα των χεριών μου
έχει το χρώμα των ματιών μου
καταποντίζεται μες στον ίσκιο μου
όπως μια πέτρα στον ουρανό

Αυτή έχει πάντοτε τα μάτια ανοιχτά
και δεν μ αφήνει να κοιμηθώ
Τα όνειρά της πλημμυρισμένα φως
κάνουν να εξατμίζονται οι ήλιοι
με κάνει και γελάω , κλαίω και γελάω
μιλάω χωρίς να έχω τίποτα να πω

























                                                                                                               ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ (αποσπασματα)

Ι

Στην ψηλή φωνή
Ευκίνητα ο έρωτας άναβε
με τοσες ακτινοβολίες λαμπερές
που μες στη λειτουργία του εγκεφάλου
αρνιόταν όλες τις ομολογίες

Στην ψηλή φωνή
όλοι οι κόρακες του αίματος θα σκεπάσουν
την μνήμη άλλων γεννήσεων
έπειτα θα ξαναχύσουν μες στο φως
το μέλλον συνθλιμένο από φιλιά

Απίστευτη αδικία μι μόνη ύπαρξη είναι ο κόσμος
ο έρωτας διαλέγει τον έρωτα χωρίς να αλλάζει πρόσωπο

ΙΙ

Τα μάτια της είναι πύργοι φωτισμένοι
κάτω απ΄το γυμνό της μέτωπο

Στο διάφανο λουλούδι
οι γυρισμοί της σκέψης
ακυρωνουν τις λέξεις που είναι κούφιες

Αυτή διαλύει όλες τις εικόνες
θαμπώνει τον έρωτα και τους δύστροπους ίσκιους του
αυτή αγαπάει - αγαπάει να ξεχαστεί

ΙV

Σου λεγα για τα σύννεφα
σου λεγα για το δέντρο το θαλασσινό
για κάθε κύμα για τα πουλιά στη φυλλωσιά
για τα χαλίκια το θόρυβο
για τα οικογενειακα χέρια
για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο
και ο ύπνος του γυρίζει το χρώμα τ ουρανού
για όλη τη νοτισμένη νύχτα
για τη σκισμή του δρόμου
για το ανοιχτό παράθυρο για ένα ξέσκεπο μέτωπο
σου λεγα για τις σκέψεις για τις λέξεις σου
παραχαιδεμένη όλη η εμπιστοσύνη ξαναζεί

V

Περισσότερα ήταν ένα φιλί
λιγότερο τα χέρια πάνω στα μάτια
το φωτοστεφανο του φωτός
τα χείλη του ορίζοντα
και οι ανεμοστρόβιλοι του αίματος
που παραδινόταν η σιωπή

VIII

Αγάπη μου για να φουντώσουν οι πόθοι μου
βάλε τα χείλη σου στον ουρανό τις λέξεις σου σαν αστρο
τα φιλιά σου μες στη νύχτα φλογερά
και σφίξε τα μπράτσα σου γύρω μου
όπως μια φλόγα στο σημείο που λμπαδιάζει
τα όνειρά μου είναι στον κόσμο
καθαρά και διαιωνισμένα

Κι όταν δεν έισαι δίπλα μου
ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι , ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι

XIV

Ο ύπνος έχει πάρει τ αποτύπωμά σου
και το χρώμα από τα μάτια σου

XV

Ακουμπάει πάνω μου
η καρδιά αγνοεί
που κοιτάζει πόσο την αγαπώ
αυτή έχει εμπιστοσύνη αυτή ξέχασε
τα σύννεφα κάτω από τα ματόκλαδά της
το κεφάλι της αποκοιμισμένο στα χέρια μου
που είμαστε εμείς
μαζί αχώριστοι
ζωντανοί , ζωντανοί
ζωντανός ζωντανή
και το κεφάλι μου κυλάει στα όνειρά της

ΧΧ

Την αυγή σ αγαπώ σε έιχα όλη νύχτα μες στις φλέβες
όλη τη νύχτα σε κοιτούσα
σε έιχα όλη ψηλαφίσει είμαι σίγουρος των σκοταδιών
αυτά μου δίνουν τη δύναμη
που σ αγκαλιάζω
που σε κουναω ποθώντας τη ζωη
στο στήθος μου τ ακίνητο
τη δύναμη που σε σηκώνω
που ελευθερώνεσαι που χάνεσαι
φλόγα αθέατη μες στην ημέρα

Αν εσύ φύγεις η πόρτα ανοίγει πάνω στη μέρα
αν εσύ φυγεις η πόρτα ανοίγει πάνω σε μένα

ΧΧΙ

Τα μάτια της ξαναχύνουν το φως
και το φως τη σιωπή
για να μην ξαναγνωριστούν
να ξαναζήσουν στην αφάνεια




ΑΛΛΟΥ ΕΔΩ ΠΑΝΤΟΥ ( αποσπάσματα )


Ψηλό τριαντάφυλλο της παλίρροιας
όλες μου οι επιθυμίες ποτίστηκαν
τριαντάφυλλο αναγνωρισμένο στο κλάμα

Μαθαίνω όλα που μου λες μπορώ να τα καταλάβω
η σκέψη σου είναι χωρίς ντροπή σκέψη στην ψηλή φωνή

Σιωπα το αφελές θαύμα
και η κλωστή στη βελόνα
όλη ήταν διαχυμένη
ο σκοτεινός άνεμος καθαρίζει
τη θάλσσα και τον ήλιο

Η αναπνοή σου ετοιμάζει τις απανήσεις μου
ακούω τον άνεμο ξέρω αυτό που λες
και συνδέω τους θορύβουςπου σου δίνουν ζωή
πάνω σε ένα δρόμο που η ηχώ χτυπάει σε όλες τις καρδιές
αν και η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα κλείσανε
η ατολμία μου ακούει τη βροντή των θορύβων
και οι μουγγοί ζητάνε να διλύσω τη νύχτα τους
ακούμε αυτό που κοιμάται σε μας ανέκφραστο

Θα διασχιστούν οι περιορισμοί μας

Ημουνα μακριά πεινούσα διψούσα για μια επαφή

Η αφή σου μοιάζει των καρπερών χωμάτων
των χωμάτων των εξαντλημένων
από τ όργωμα των αρότρων των βροχών και των καλοκαιριών
η αφή σου δημιουργεί ένα πρόσωπο από φύλλα
ένα σώμα χορταρένιο ένα σώμα πεσμένο σε ένα θάμνο
το χέρι σου με προστατεύει από τσουκνίδες κι από βάτους

Τα χάδια μου θεμελιώνουν τα όνεριά μου σε ένα μόνο
οξυδερκή και πιστό ένα όνειρο της διάρκειας

Γιατί σε αισθανόμουν καλύτερα τη νύχτα

Είχα ελευθερωθεί

Είχα γευτει τον ουρανό , τη γή και την παλίρροια
αισθάνθηκα το αίμα το δέρμα την παγωνιά και το άχυρο
τα είχα όλα καταλάβει τ άγγιζα αναδειχνόμουν
ανάπνεα χρωματιζόμουν βάδιζα μλούσα
και αναδημιουργόμουν

Είδα καθαρά μεσημεριάτικα παραδεχόμουνα τον ίσκιο
ήερα χωριστά και ομαδικά τ αστερια
και τα έργα των ανθρώπων
ήξερα να υπάρχω λιγότερο και πιο πολύ απ τον εαυτό μου
οι πέντε αισθήσεις μου κάνανε θέση στη φαντασία

Η φαντασία έμεινε στη σκέψη
κ ιεμείς κατέχουμε μια έκτη αίσθηση






















ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ

Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση πάρε το δρόμο του πρωινού
ανέβα τα σκαλιά της πάχνης
Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γη σφιγμένη
να ‘ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη, θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου ,
στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης ,της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας
ο άνεμος θα μας υπομείνει
ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν

Το σίγουρο μας διάστημα ο αγνός μας αέρας
φτάνει για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια
όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούργια μνήμη
και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά

Ω! αδερφοί μου αντίμαχοι
που κρατάτε στα μάτια τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της
που να σας έχω αφήσει
με τα βαριά σας χέρια μες το λάδι το νωθρό,
μες στις παλιές σας πράξεις με τόση λίγη ελπίδα
που κι ο θάνατος φαίνεται ν ‘χει δίκιο

Χαμένοι μου αδερφοί , εγώ πηγαίνω προς τη ζωή
έχω την όψη ανθρώπου για ν’ αποδείξω
πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου
και δεν είμαι μόνος

χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου
χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
γυμνό νερό, γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα,
έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
οι πρώτες ανθισμένες ζέστες .
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό
το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας
Εύφορη αυγή,
στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού
του κυμάτου , της ταραγμένης άμμου ,της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας
Έξω από τον εαυτό μας.






πηγές για τον Πωλ Ελυάρ: www.paul-eluard.com, http://www.poetryintranslation.com/PITBR/French/Eluard.htm
http://wikilivres.info/wiki/Paul_%C3%89luard


3 σχόλια:

  1. Αντρέ Μπρετόν
    ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΦΕΥΓΟΥΝ

    Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
    μια γυναίκα τόσο ωραία
    που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη
    χωρίς να τολμά να της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως
    είναι τόσο ωραία
    που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
    Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών
    καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
    και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα
    κατάματα
    όπως δεν κάνουν τ' αληθινά πλάσματα
    Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
    του αέρος
    ένα σχίσμα στην θέση της καρδιάς
    Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει
    το χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
    και καμιά φορά οι βραδινές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
    κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα
    Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων
    γραμμάτων
    όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι
    αφανίζουν μια φωλιά λευκών χελιδονιών για να βρέχει πάντοτε
    Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να
    σμίξουν
    Χέρια απ' όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα
    των λιβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
    από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης
    μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον
    εξαιρετικό κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα
    του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από
    θάμνους γιομάτους πέπλους
    και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
    αλήθεια των ελκήθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης
    εκτάσεως
    αυτού που δεν θα ξαναδώ πια
    εξαιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου
    που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων

    Μετάφραση ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ(1901-1975)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΑ ΛΟΓΙΑ (ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ)

    Για να νιώσεις το παν ,
    Ακόμη και το δέντρο με την πρωραία ματιά
    της σαύρας και της κληματίδας
    το δέντρο τ’ αξιολάτρευτο ,
    τη φωτιά τ’ αδιέξοδο

    Για να σμίξεις δρόσο και φτερούγα ,
    σύννεφο και καρδιά, νύχτα και μέρα
    παράθυρο κι όποια να ‘ναι χώρα

    Γiα να καταργήσεις του μηδενικού τον μορφασμό
    που θα κυλήσει μεθαύριο στο χρυσάφι
    Για να ξεκόψεις ,
    με τις μικροπρέπειες των θρεμμένων
    απ’ τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

    Για να δεις όλα τα μάτια έτσι ωραία
    Όσο κι εκείνα που ατενίζουνε
    θάλασσα που τα πάντ’ αφομοιώνει

    Για να δεις τα μάτια ν’ αντικαθρεφτίζουνε
    μέσα τους πάλι όλα τα μάτια

    Για να γελάς που κάποτε ιδροκόπησες ,
    ξεπάγιασες και πείνασες και δίψασες

    Για να ‘ναι και το να μιλάς όσο και να φιλάς
    γενναιόδωρο

    για ν’ αναδέψεις κολυμβήτρια και ποτάμι,
    κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας
    Χαραυγή και καρδιάς Άνοιξη
    φρονιμάδες και πόθους παιδιάστικους

    Για να δώσεις στη γυναίκα
    τη μοναχική και τη συλλογισμένη
    τη μορφή των χαδιών
    που ονειρεύτηκε

    Για να ‘ναι η έρημος μες στη σκιά
    Κι όχι διόλου μες στη σκιά Μου
    Όλα ορίστε
    Δίνω
    Τ’ αγαθά μου
    Όλα τα Δικαιώματά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ

    Βλέπεις της νύχτας τη φωτιά που βγαίνει απ’ το καβούκι της
    Και το δάσος το βλέπεις χωμένο στη δροσιά

    Βλέπεις γυμνό τον κάμπο
    Στα πλευρά ενός ουρανού αργοκύλητου
    Αψηλά το χιόνι ωσάν θάλασσα
    Κι αψηλά τη θάλασσα μες στον γλαυκόν ορίζοντα

    Πέτρες τέλεια δουλεμένες
    Γλυκά δάση καταφύγια σκεπαστά
    Βλέπεις πέρα στη χρυσή τους τη μελαγχολία πόλεις
    Πεζοδρόμια όλο ευγένειες
    Μια πλατεία όπου το άγαλμα της μοναξιάς
    Χαμογελάει κι ο έρωτας έχει ένα σπίτι μόνο

    Βλέπεις τα ζώα σωσίες πονηρούς
    Αλληλοθυσιασμένους
    Άσπιλ’ αδέρφια που η σκιά τους μακριά
    Σμίγει σε μιάν αιμάτινη έρημο

    Βλέπεις ένα ωραίο παιδί πώς παίζει πώς γελά
    Που ‘ναι μικρούλι που ‘ναι πιο μικρό
    Κι απ’ το πιο μικρό πουλί της άκριας των κλαριών

    Ένα τοπίο που γεύεσαι σαν το νερό ή το λάδι
    Κι όπου δεν είναι βράχος πιά μα όπου εγκαταλείπει η γης
    Στο θέρος τη χλωράδα της νάν τη σκεπάσει φρούτα

    Γυναίκες κατεβαίνοντας από τ’ αρχαίο τους κάτοπτρο
    Σου φέρνουν μια νεότητα μια πίστη στη δική σου
    Κάποια μ’ ένα μαγνάδι φως που σε τραβάει σε κάνει
    Κρυφά τον κόσμο να κοιτάς έξω απ’ τον εαυτό σου
    Μαζί με μας θα ζωντανέψουνε όλα

    Ζώα σωστά χρυσά μπαϊράκια μου
    Κάμποι γλυκές μου περιπέτειες
    Χρήσιμη χλόη πολιτείες ευαίσθητες
    Θα ‘ρθει μια μέρα που θα σας διαφεντεύουνε άνθρωποι

    Άνθρωποι πόχουνε περάσει από δαρμούς και δάκρυα
    Μα που τα όνειρά τους πια θα τα δρέπουν ακέραια

    Βλέπω σωστούς ευαίσθητους χρήσιμους και καλούς
    Ανθρώπους να τινάζουν από πάνω τους
    Ένα βάρος αχνότερο από θάνατο
    Και να κοιμούνται από χαρά μέσα στο βρόντο του ήλιου.

    Πωλ Ελυάρ ( Paul Eluard

    ΑπάντησηΔιαγραφή

......

Δεν είναι που δεν έχεις τι να πείς

μάλλον κάποιο μυστικό άνθος άρχισε να ωριμάζει στη σιωπή σου...