Ο Μίλτος Σαχτούρης ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μεταπολεμικούς ποιητές. Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα, αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη».Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Με τό πρόσωπο στον τοίχο» 1952, το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του. Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία. Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα.
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε απο τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε οτι ξέφυγε απο αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα απο την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.
Η δύσκολη Κυριακή
Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ' απάνω ένα πουλί καλύτερο
απ' το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου
απ' το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ' αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ' αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες
έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ' μου το χέρι σου τί κρύο
έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή
τί κούραση τί κούραση
κίτρινο φόρεμα -κεντημένος ένας αετός-
πράσινος παπαγάλος -κλείνω τα μάτια- κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες
τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ' μου το χέρι σου τί κρύο
Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι
κι έμεινα μ' έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ' ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι
κι έμεινα μ' έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ' ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
Η πληγωμένη Άνοιξη
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα-στάλα το αίμα
απ' όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφάχτηκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ' ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θά 'ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ' ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της
Ο ουρανός
Πουλιά μαύρες σαΐτες τής δύσκολης πίκρας
δεν είν' εύκολο πράμα ν' αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του
δεν είν' εύκολο πράμα ν' αγαπήσετε τον ουρανό
πολύ μάθατε να λέτε πως είναι γαλάζιος
ξέρετε τις σπηλιές του το δάσος τους βράχους του;
έτσι καθώς περνάτε φτερωτές σφυρίχτρες
ξεσκίζετε τη σάρκα σας πάνω στα τζάμια του
κολλούν τα πούπουλά σας στην καρδιά του
Και σαν έρχεται η νύχτα με φόβο απ' τα δέντρα
κοιτάτε τ' άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ' άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του
κοιτάτε τ' άσπρο μαντίλι το φεγγάρι του
τη γυμνή παρθένα που ουρλιάζει στην αγκαλιά του
το στόμα της γριάς με τα σάπια τα δόντια του
τ' άστρα με τα σπαθιά και με τους χρυσούς σπάγγους
την αστραπή τον κεραυνό τη βροχή του
τη μακριά ηδονή του γαλαξία του
I
Σ' αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα
σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια
από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι
πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ' τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε - φίλοι μου - μιλούνε σαν ανθρώποι
κι έπειτα ήσυχα-ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μία-μία ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές
ενός χαμένου κόσμου
II
Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου
απλώνω το χέρι ξεριζώνω
τα δέντρα και τους θάμνους του
τους στύλους τους ηλεχτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντια
μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά
είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;
μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα
χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους
απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερα
κοιτάξτε καλά αυτό βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού
γιατί αύριο θα στεγνώσει
Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα
III
Μπρος μου ψηλά σ' αυτό το βουνό
ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες
σωριάζει πέτρες μέσα σ' αυτό το σάκο του θεού
κάπου κάπου γυρίζει και με κοιτάζει λυπημένος
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του
Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες
αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ
Η νοσταλγία γυρίζει
Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο
κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγόκλεινε πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
να ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε
κι έσβησε
ένα κερί έγειρε κι έπεσε απ' το καντηλέρι
έξω ακούγονταν κλάματα και ποδοβολητά
έξω ακούγονταν κλάματα και ποδοβολητά
Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
έπειτα μπήκε το φεγγάρι
αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μιά φωνή:
Οι μέρες περνούν
το χιόνι μένει
το χιόνι μένει
Ο περίπατος
Βάδιζα κατά μήκος της ακτής
μια βαριά συννεφιά σκέπαζε τον ουρανό
τα κύματα γκρίζα κι ανατριχιαστικά
κύματα γκρίζα σκάζαν στην παραλία
μια δύναμη μ’ έσπρωχνε να κάνω στροφή
ν’ αρχίσω να περπατάω πάνω στα κύματα
μαύρες γάτες περπατούσαν πάνω στα γκρίζα
κύματα
και η ψυχή μου ήταν νεκρή.
Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα
σύννεφα.
η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια
ζωντάνεψε πάλι η ψυχή μου
κι εξακολούθησα τον περίπατό μου.
Οι εχθροί της άνοιξης
η Άνοιξη
(να) κουβαλάει τόσα χρόνια
τα λουλούδια πάνω της.
Σκοτεινοί άνθρωποι
στις γωνιές την παραμονεύουν
για να την τσακίσουν.
Αυτή όμως
με κρότο
ανάβει ένα-ένα
τα λουλούδια της
στα μάτια τους τα ρίχνει
(για) να τους στραβώσει.
Τα δώρα (Μίλτος Σαχτούρης)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει;
ναι τη καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
Μίλτος Σαχτούρης, από τη συλλογή Η πληγωμένη Άνοιξη (1948)