Μέσα στα χαμόγελα σερνόμουν
και μέσα στις χαρμολύπες έβρισκα τον βυθό μου.
Για μια στάλα βροχής διψούσα
και για μια στάλα αίματος έτρεμα κοιμώμενη τη νύχτα.
Έπλεκα ιστορίες παρέα με φαντάσματα
και οι σκέψεις τροχοί γίνονταν μοιραίας τύχης.
Μιας τύχης καθώς φύτρωνε στων ονείρων τη λήθη.
Και όσοι άνεμοι διασαλεύουν τώρα τον ύπνο μου
Και όσα αστέρια αιχμαλωτίζουν την σκέψη μου
στην σκηνή αυτή απλός θεατής δε θέλω να μείνω.
Γιατί αναβλύζει χάρη η μοναξιά σε τούτα εδώ τα χώματα
και πνεύμα καθαρό ο δαιμονικός αγέρας
Μιας στάλας έμπνευση,
και βγάζει η Ψυχή φτερά για να πετάξει.
Χωρίς να κοιτάζει πίσω της
για μιαν υπόσχεση γυρισμού.
Ε.
Ν.Γύζης, Η Ψυχή