Η λογοτεχνία, όπως κάθε είδος τέχνης, είναι η ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί.
Ο Πεσσόα γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1888. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών και η μητέρα του έγινε το άπαν στη ζωή του. Το πρώτο γνωστό ποίημά του στην πορτογαλική, όταν ήταν επτά ετών, απευθυνόταν στη μητέρα του. Ο θάνατός της του προκάλεσε βαθύτατη λύπη, απ' την οποία ο Πεσσόα δεν συνήλθε ποτέ. Έκανε τις σπουδές του στην αγγλική, στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου έζησε για 10 χρόνια. Δεν πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο, παρόλο που είχε εγγραφεί στη Φιλολογία και στη Φιλοσοφική σχολή. Δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης και αντιπαθούσε τον πόλεμο. Πέρασε όλη του τη ζωή σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών ασχολούμενος με την εμπορική αλληλογραφία στην αγγλική και τη γαλλική. Παρ' όλη τη γνώση και των δύο γλωσσών είχε αδυναμία στη μητρική του γι' αυτό και τόνιζε κάθε φορά ότι ''πατρίδα μου είναι η πορτογαλική''. Οι στίχοι του Πεσσόα είναι γεμάτοι από δέντρα, λουλούδια, από τη Φύση σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν τύποις καθολικός, αλλά φανατικός πολέμιος του Βατικανού. Παρ' όλα αυτά μνημονεύει πολλές φορές τον Θεό, όχι όμως όπως τον βλέπει η εκκλησία, αλλά με τη ματιά του πανθεϊστή. Ήταν πολιτικοποιημένος, εκφράζοντας τις πεποιθήσεις του με ποιήματα ή πεζά. Χάρη στον Πεσσόα η Λισαβόνα μπήκε στην παγκόσμια λογοτεχνία κι έγινε πόλη-σύμβολο. Στις 29 Νοεμβρίου πεθαίνει από κίρρωση του ύπατος.
Ο Πεσσόα έζησε όχι με ένα, αλλά με 72 πρόσωπα, τους ετερώνυμούς του. Το όνομα Πεσσόα στην πορτογαλική σημαίνει ''πρόσωπο''.
Σχετικά με τους ετερώνυμους στην ποίηση του Πεσσόα :
Η ψυχή μου είναι μια μυστική ορχήστρα. Αγνοώ ποια όργανα παίζω και ποια στριγκλίζουν μέσα μου. Δεν με αναγνωρίζω παρά σαν μια συμφωνία.
ΠΛΑΓΙΑ ΒΡΟΧΗ (αποσπάσματα)
Μακριά, στο φεγγαρόφωτο,
Στο ποτάμι, μια βάρκα
Γαλήνια περνά.
Αυτό τι φανερώνει;
Δεν ξέρω, μα εγώ απομακρύνομαι
Από τον εαυτό μου,
Και ονειρεύομαι
Κάτι που δεν μπορώ να δω.
Ποια αγωνία με καταβροχθίζει;
Ποιος έρωτας κανέναν μας δεν εξηγεί;
Η βάρκα περνά
Κι η νύχτα μένει.
Ο αέρας φυσάει δυνατά
Να ησυχάσω δεν μπορώ
Νιώθω μέσα μου κάτι
Στο τέλος του να φτάνει.
Ίσως είναι αυτό που είναι στην ψυχή μου
Νομίζει τη ζωή αληθινή...
Ίσως είναι αυτό που την ψυχή μου ηρεμεί
Που την κάνει να αισθάνεται...
Φυσάει αέρας δυνατός.
Φοβάμαι να σκεφτώ.
Αν αφήσω ελεύθερη τη σκέψη μου,
Το μυστήριό μου θα ανυψωθεί.
Αέρα που περνάς και λησμονείς,
Στάχτη που σηκώνεσαι και πέφτεις...
Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που μέσα μου
Δεν ξέρω τι συμβαίνει!
ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Πάρε με, αιώνια νύχτα, στα χέρια σου
Και πες με γιο σου.
Εγώ είμαι βασιλιάς
Που με τη θέλησή μου εγκατέλειψα
Το θρόνο των κόπων και των ονείρων.
Το σπαθί μου, βαρύ για χέρια άτονα,
Σε χέρια ήρεμα παρέδωσα κι αντρίκεια
Και την κορόνα και την εξουσία μου τα άφησα
Κομμάτια στον προθάλαμο.
Την πανοπλία μου, την τόσο άχρηστη,
Και τα σπιρούνια μου με τον ασήμαντο κουδουνισμό,
Στην κρύα σκάλα πέταξα.
Εγκατέλειψα το βασιλικό αξίωμα, ψυχή τε και σώματι.
Και γύρισα στην αρχαία, γαλήνια νύχτα
Όπως το τοπίο για να πεθάνει το ξημέρωμα.
Η ΜΟΥΜΙΑ (αποσπάσματα)
Κοιτάζω τη σιωπηλή λίμνη
Που το νερό της η πνοή του αέρα ρυτιδώνει
Μη γνωρίζοντας αν τα επινοώ όλα εγώ
Ή εάν όλα ανίδεα είναι.
Η λίμνη τίποτα δε λέει. Τ' αεράκι
Σαλεύει, μα δε με αγγίζει.
Δεν ξέρω αν είμαι ευτυχής
Ούτε αν επιθυμώ να είμαι.
Οι ρυτίδες τρεμουλιάζουν, χαμογελούν
Πάνω στα κοιμισμένα νερά.
Γιατί να έχω φτιάξει από όνειρα
Τη μόνη ζωή που έχω;
Μ' αρέσει να ταξιδεύω, ν' αλλάζω χώρες
Να είμαι πάντα άλλος,
Ψυχή χωρίς ρίζες,
Να ζω έξω από αυτά που βλέπω.
Να μην ανήκω σε κανέναν. Ούτε στον εαυτό μου.
Να πηγαίνω μπροστά, ξοπίσω να παίρνω
Την απουσία κάθε σκοπού.
Και την επιθυμία μου να τον πετύχω.
Αυτό είναι για μένα το ταξίδι.
Αλλά εκτός από το όνειρο για το ταξίδι
Τίποτα από μένα δεν υπάρχει σ' αυτό.
Όλα τα άλλα, γη είναι κι ουρανός.
ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΩΔΗ (απόσπασμα απ' το ποίημα του ετερώνυμου Άλβαρο Ντε Κάμπος)
Θέλω να φύγω μαζί μας, θέλω να φύγω μαζί σας,
Με όλους εσάς μαζί,
Παντού όπου πηγαίνετε!
Τους κινδύνους σας θέλω μπροστά μου να βρω,
Στο πρόσωπό μου, τους ανέμους να νιώσω,
Αυτούς, που το δικό σας γέμισαν ρυτίδες,
Το αλάτι της θάλασσας, που τα χείλη σας φίλησε, να φιλήσω
Στη δουλειά σας το χέρι μου να βάλω,
Τις καταιγίδες σας να μοιραστώ,
Και σαν κι εσάς, σε πανέμορφα λιμάνια να φτάσω!
Τον πολιτισμό, όπως κι εσείς, πίσω μου να αφήσω!
Μαζί σας κάθε ίχνος ηθικής να χάσω!
Στ' ανοιχτά να νιώσω την ανθρωπιά μου ν' αλλάζει!
Τις θάλασσες του Νότου μαζί σας να πιω,
Άγρια πράγματα νέα, νέες της ψυχής επαναστάσεις,
Νέες φωτιές πυρηνικές στο ηφαιστειακό μου πνεύμα!
Να φύγω μαζί σας, ν' απογυμνωθώ-εμπρός, ουστ!-
Απ' τα πολιτισμένα ρούχα μου, τα ήθη τα χρηστά,
Τον έμφυτό μου φόβο για τις φυλακές,
Την ήσυχη ζωή μου,
Την καθιστική, τη στατική, την προσεγμένη, την κανονική!
Στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα, στη θάλασσα,
Αχ!Στη θάλασσα, στον άνεμο, στα κύματα, τη ζωή μου
Να πετάξω!
35 ΣΟΝΕΤΑ (του ετερώνυμου Αλεξάντερ Σερτς)
Ι
Είτε γράφουμε είτε μιλάμε είτε απλώς κοιταζόμαστε
Πάντα απόντες είμαστε. Αυτό που είμαστε
Δε μεταγγίζεται σε λόγια ή σε βιβλίο.
Η ψυχή μας βρίσκεται στο άπειρο μακριά.
Όσο πολύ κι αν δίνουμε στη σκέψη μας τη θέληση
Να γίνει η ψυχή μας, να την κινήσει προς τα έξω,
Οι καρδιές μας είναι ακόμα αμέτοχες.
Του εαυτού μας γνώστες δεν είμαστε.
Από ψυχή σε ψυχή να γεφυρωθεί δε γίνεται η άβυσσος.
Με καμιά δεξιότητα του σκέπτεσθαι,
Με καμιά απάτη του φαίνεσθαι.
Στο βαθύτερο εγώ μας, είμαστε αγεφύρωτοι
Τη στιγμή που θα μπορούσαμε να εκστομίσουμε
Στη σκέψη μας την ύπαρξή μας.
Είμαστε τ' όνειρο του εαυτού μας, ψυχές που αντιφεγγίζουν,
Και ο καθένας για τον άλλο ονειρεύεται όνειρα άλλου.
VIII
Πόσες μάσκες και πόσες άλλες
Πάνω στο πρόσωπο της ψυχής μας φοράμε;
Άραγε, όταν γι' αστείο η ψυχή τη μάσκα θελήσει να βγάλει;
Ξέρει πως έτσι αφήνει το πρόσωπο γυμνό να φανεί;
Η μάσκα η πραγματική, δεν νιώθει τίποτα κάτω απ' τη μάσκα
Αλλά κοιτάζει μέσ' απ' αυτή με μάτια κρυμμένα.